Στον οικονομικό τομέα ο αρχηγός είναι μόνιμα ο κύριος υποστηρικτής του
λατιφούντιου [1]. Παρότι μερικές φορές κηρύσσονται εχθροί της ιδιοκτησίας, σχεδόν
δεν υπάρχει αρχηγός που να μην καταλήγει στη μεγαλογαιοκτησία. Το βέβαιο είναι ότι η στρατιωτική εξουσία φέρνει μοιραία
μαζί της το έγκλημα του σφετερισμού της γης· αδιάφορα αν λέγεται
στρατιώτης, αρχηγός, βασιλιάς ή αυτοκράτορας: δεσποτισμός και λατιφούντιο είναι όροι ταυτόσημοι. Και είναι
φυσικό, τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα να μπορούν να διατηρηθούν και να
προστατευτούν μόνο μέσα σε ένα καθεστώς ελευθερίας. Ο απολυταρχισμός οδηγεί μοιραία στην αθλιότητα των πολλών και στην
επιδειξιομανία και την κατάχρηση από τη μεριά των λίγων. Μόνο η δημοκρατία,
παρά τα ελαττώματά της, μπόρεσε να μας πλησιάσει στις καλύτερες πραγματώσεις
κοινωνικής δικαιοσύνης, τουλάχιστον η δημοκρατία πριν εκφυλιστεί στους ιμπεριαλισμούς
των πολύ πλούσιων δημοκρατιών περιστοιχισμένων από εξαθλιωμένους λαούς. Εν πάση
περιπτώσει, σ’ εμάς ο αρχηγός και η
στρατιωτική κυβέρνηση συνεργάστηκαν στην ανάπτυξη των λατιφουντίων.
Οποιαδήποτε επιφανειακή εξέταση των τίτλων ιδιοκτησίας των μεγάλων γαιοκτημόνων
μας θα αρκούσε για να αποδείξει ότι οφείλονται αρχικά στις παροχές του
Ισπανικού Στέμματος, και μετά σε χορηγίες και παράνομες χάρες σε μεσάζοντες
στρατηγούς από τις ψευτοδημοκρατίες μας. Οι
παροχές και οι χορηγήσεις εκχωρήθηκαν, σε κάθε βήμα, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα
δικαιώματα ολόκληρων πληθυσμών ιθαγενών ή μιγάδων, αδύναμων να υπερασπιστούν τα
εδάφη τους[2].
José Vasconcelos,
διάλεξη για τον «Εθνικισμό στη Λατινική Αμερική», περιοδικό Amauta.
Αυτό το απόσπασμα από ομιλία του
σπουδαίου Μεξικανού διανοούμενου και πολιτικού, εκπροσώπου του ρεύματος του ιθαγενισμού, παραθέτει ο José Carlos Mariategui στο δοκίμιό του για το «Ζήτημα της Γης»,
που συμπεριλαμβάνεται στα «Επτά Δοκίμια για την Ερμηνεία της Περουβιανής Πραγματικότητας
[3]. Ο μεγάλος Περουβιανός μαρξιστής διανοούμενος, σύγχρονος και ισάξιος του
Γκράμσι στη Λατινική Αμερική και πνευματικός πατέρας της νεότερης γενιάς
επαναστατών, όπως ο Τσε Γκεβάρα, ερμηνεύει με ταξικά κριτήρια στο μνημειώδες
πολιτικό έργο του, γραμμένο το 1925, την ιστορία όχι μόνο του Περού αλλά
ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής.
Στο δοκίμιο ειδικά για το «Ζήτημα
της γης», εξηγεί πώς – με λίγες εξαιρέσεις – οι στρατιωτικοί ηγέτες (caudillos[4]) που
πρωτοστάτησαν στους πολέμους Ανεξαρτησίας και οι επίγονοί τους, σφετερίστηκαν
στη συνέχεια την πολιτική εξουσία στις νεοσυσταθείσες δημοκρατίες – είτε με
στρατιωτικά προνουντσιαμέντα είτε με τη συνταγματική νομιμοποίηση νόθων εκλογών
– και συμμάχησαν με την προνομιούχα τάξη των γαιοκτημόνων με σκοπό την
διατήρηση των προνομίων των τελευταίων, εις βάρος των φτωχών αγροτών, στην
πλειοψηφία τους ινδιάνων και μιγάδων.
Ο Μαριάτεγκι, πρωτοπόρος στην
εποχή του, ξεπερνά τις «λογοτεχνικές» και «ανθρωπιστικές» προσεγγίσεις των
προβλημάτων των ιθαγενών πληθυσμών, εστιάζοντας στη ρίζα του προβλήματος,
δηλαδή την ιδιοκτησία της γης. Με αναφορές στις παραδόσεις κοινοτικής
ιδιοκτησίας και κοινωνικοποιημένης παραγωγής των Άνδεων, τις οποίες
χαρακτηρίζει «εμπειρικό κομμουνισμό» του Ταουντινσούγιο [5], εξηγεί πώς η
ιδιοκτησία της γης είναι κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα για τον Ινδιάνο, έτσι
ώστε να καλλιεργήσει τη γη παραγωγικά και να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς, όπως αιώνες
πριν την έλευση των Ισπανών κατακτητών οι οποίοι κατέστρεψαν το ντόπιο σύστημα
γεωργικής εκμετάλλευσης, χωρίς να το αντικαταστήσουν με κάποιο άλλο
αποτελεσματικό. Απεναντίας, άρπαξαν όλη την εύφορη γη και σχημάτισαν μεγάλες
ιδιοκτησίες (λατιφούντια), των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν ενδιαφέρονταν για την
απόδοση αλλά μόνο την κερδοφορία, συνήθως μέσω της υπενοικίασης σε υπενοικιαστές-διαχειριστές
και με πρακτικές όπως η «πρόσδεση» και το «γιανακονάσγκο» [6] των ινδιάνων εργατών
γης.
Τυπικά αυτές οι πρακτικές
καταργήθηκαν ή βελτιώθηκαν επί το προοδευτικότερον μετά την κατάργηση της αποικιοκρατίας
[7], κάτω
από την επιρροή του φιλοσοφικού ρεύματος του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, αλλά στις
πράξη οι μεγάλες ιδιοκτησίες δε θίχτηκαν, ούτε καλυτέρεψε η ζωή των ιθαγενών
πληθυσμών. Οι πολιτικοί, στην πλειοψηφία τους προερχόμενοι από τις τάξεις των
πρώην ευγενών και των στρατιωτικών, συνέχισαν να υπηρετούν τα συμφέροντα των
μεγάλων γαιοκτημόνων αφενός, και του ξένου κεφαλαίου αφετέρου, με αντάλλαγμα
την υποστήριξη των τελευταίων για να παραμένουν στην εξουσία.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1968
και τη στρατιωτική κυβέρνηση του Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο, για να λάβει χώρα μια πραγματική
αγροτική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις, αυτή η προσπάθεια
απέτυχε γιατί έγινε με προχειρότητα και όχι αρκετή τόλμη, με αποτέλεσμα οι Ινδιάνοι
να γίνουν μεν ιδιοκτήτες γης, αλλά χωρίς να τους δοθούν τα μέσα (γεωργικά μηχανήματα,
σπόροι, λιπάσματα) ώστε να μπορούν να την καλλιεργήσουν αποδοτικά. Αυτό είχε ως
επακόλουθο τουλάχιστον 2 εκατομμύρια αυτόχθονες από την περιοχή των Άνδεων να
μεταναστεύσουν στη Λίμα και τα άλλα αστικά κέντρα, για να στοιβαχθούν σε
παραγκουπόλεις και να συγκροτήσουν το λούμπεν προλεταριάτο των μεγαλουπόλεων της
ακτής. Φαίνεται ότι τα διδάγματα του Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι έως τώρα, σχεδόν
έναν αιώνα μετά, δεν είχαν αρκετούς αποδέκτες, είτε αρχηγούς με στρατιωτική
προέλευση, όπως ο νυν πρόεδρος του Περού, είτε «τεχνοκράτες» πολιτικούς.
Σημειώσεις
[1] Λατιφούντιο (λατινικά latifundium): Μεγάλη ιδιοκτησία γης, αντίστοιχη του μεσαιωνικού φέουδου.
Στα χρόνια της αποικιοκρατίας στη Λατινική Αμερική, συνήθως όρος για νε
περιγράψει μεγάλα αγροκτήματα και φυτείες, προορισμένα κυρίως για
μονοκαλλιέργειες εξαγόμενων προϊόντων.
[2] Οι υπογραμμίσεις είναι επιλογή του αναρτούντος.
[2] Οι υπογραμμίσεις είναι επιλογή του αναρτούντος.
[3] Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
[4] Caudillo(καουδίγιο):
Στη Λατινική Αμερική πολιτικός αρχηγός ή ηγέτης, συνήθως με στρατιωτική
προέλευση και με αυταρχικές μεθόδους. Caudillismo: Το φαινόμενο της ανάδειξης και επικράτησης τέτοιων
ηγετών, συχνότατο στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής μέχρι και τις μέρες μας.
Μπορεί να αποδοθεί ως «στρατιωτικός αρχηγισμός» και γενικά έχει αρνητική χροιά.
[5] Αυτοκρατορία των Ίνκας.
[6] Πρακτικές σύμφωνα με τις οποίες οι ιθαγενείς αγρότες ήταν
υποχρεωμένοι να παρέχουν την εργασία τους όπου τους ζητούσαν ή να αποδίδουν στον
ιδιοκτήτη μεγάλο μέρος της παραγωγής. Και οι δύο πρακτικές μοιάζουν πολύ με
αντίστοιχες της δουλοπαροικίας στην τσαρική Ρωσία.
[7] Αρχές 19ου αιώνα στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
[7] Αρχές 19ου αιώνα στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής.