Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Η περιπέτεια του Μιγέλ Λιτίν, παράνομα στη Χιλή

Tο 1985, ο Χιλιανός σκηνοθέτης Miguel Littín (γεν. 1942), ελληνικής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του και παλαιστινιακής από την πλευρά του πατέρα του, βρίσκεται ήδη 12 χρόνια στην εξορία. Ήδη γνωστός από το 1969, μετά την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, El chacal de Nahueltoro, ταινία με μεγάλο όχι μόνο καλλιτεχνικό αλλά και πολιτικο-κοινωνικό αντίπτυπο στη Χιλή. Το 1971, μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Unidad Popular του ανατίθεται από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε η διεύθυνση του κρατικού κινηματογρικού στούντιο (Chile Films). Με το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Πινοτσέτ, την 11η Σεπτέμβρη 1973, ο Λιτίν είναι ανάμεσα στους πιο καταζητούμενους ανθρώπους, ως στρατευμένος καλλιτέχνης και φίλος του μάρτυρα προέδρου.

Καταφέρνει να φύγει από τη χώρα και να ζήσει στο Μεξικό αρχικά και αργότερα στην Ευρώπη. Το όνομά του περιλαμβάνεται σε μια μακρά λίστα 5.000 φίλων του προηγούμενου καθεστώτος, που η χούντα απαγορεύει την είσοδο στη Χιλή. Αρνούμενος να αποδεχτεί αδρανής την εξορία και το δράμα της πατρίδας του, μαζί με συντρόφους του συλλαμβάνει και επιχειρεί ένα παράτολμο σχέδιο: να μπει παράνομα στη Χιλή και να γυρίσει κρυφά μια ταινία που θα δείξει στο εξωτερικό εικόνες από μια χώρα που στενάζει 12 χρόνια κάτω από στρατιωτικό καθεστώς.

Ο Λιτίν φθάνει στη Χιλή με πλαστά χαρτιά μεταμφιεσμένος ως Ουρουγουανός επιχειρηματίας και ξεκινά τα γυρίσματα στο Σαντιάγκο αλλά και σε άλλες πόλεις, επικεφαλής τριών ξένων συνεργείων (ενός ιταλικού, ενός γαλλικού και ενός ολλανδικού) και με τη συνεργασία της ντόπιας αντίστασης. Μέσα σε έξι εβδομάδες και πάνω από 7.000 μέτρα φιλμ, αποτυπώνει εικόνες της κατεχόμενης χώρας και παίρνει πλήθος συνεντεύξεις από στελέχη της αντίστασης αλλά και ανώνυμους πολίτες. Η τελική βερσιόν της ταινίας, με τίτλο Acta general de Chile έχει διάρκεια 2 ώρες για το σινεμά και 4 ώρες για την τηλεόραση. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, συναντά τον νομπελίστα συγγραφέα και δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, και του δίνει μια εξαντλητική συνέντευξη 18 ηχογραφημένων ωρών, κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας. Μένοντας πιστός στο πνεύμα και τον τόνο της συνέντευξης, ο Μάρκες έγραψε μια νουβέλα που αποδίδει συμπυκνωμένα το περιεχόμενο της συνέντευξης.



Το μικρό βιβλίο, με τίτλο La Aventura de Miguel Littín clandestino en Chile, (Η περιπέτεια του Μιγέλ Λιτίν παράνομα στη Χιλή) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λογοτεχνικό ρεπορτάζ. Κυκλοφόρησε το 1986 και το Υπουργείο Εσωτερικών της χιλιανής χούντας παραδέχτηκε πως παραδόθηκαν στην πυρά 15.000 αντίτυπα της πρώτης του έκδοσης στο Βαλπαραϊσο, την γενέτειρα του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο, “Ως προς τη μέθοδο έρευνας και το χαρακτήρα του υλικού, (το βιβλίο) είναι ένα ρεπορτάζ. Αλλά είναι κάτι περισσότερο: Η συναισθηματική ανακατασκευή μιας περιπέτειας της οποίας ο τελικός σκοπός ήταν, αναμφίβολα, πολύ περισσότερο εκπληκτικός και συγκινητικός από την αρχική πρόθεση και που κατάφερε να κάνει μια ταινία που διακωμωδεί τους κινδύνους της στρατιωτικής εξουσίας.» Ο ίδιος ο Λιτίν είπε: «Αυτή δεν είναι η πιο ηρωική πράξη της ζωής μου, αλλά η πιο αξιοπρεπής».
Παρακάτω παραθέτουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, σε μετάφραση του… αναρτώντος.
[1] Λαχταρώντας να ξεφύγω από το παρελθόν, σπιθαμή προς σπιθαμή πήγα μόνος σε ένα κρατικό εστιατόριο στην πάνω πλευρά της πόλης, όπου η Έλυ (η γυναίκα του, σ.τ.μ.) κι εγώ συνηθίζαμε να γευματίζουμε όταν είμαστε νέο ζευγάρι. Το μέρος ήταν το ίδιο, στο ύπαιθρο, με τα τραπέζια κάτω από τις λεύκες και πολλά τεράστια λουλούδια, αλλά έδινε την εντύπωση από κάτι που εδώ και καιρό είχε πάψει να υπάρχει. Δεν είχε ψυχή. Χρειάστηκε να φωνάξω για να με εξυπηρετήσουν, και καθυστέρησαν σχεδόν μια ώρα για να μου σερβίρουν ένα καλό κομμάτι ψητό κρέας. Είχα σχεδόν τελειώσει όταν μπήκε ένα ζευγάρι που είχα να δω από τότε που η Έλυ κι εγώ ήμασταν τακτικοί θαμώνες. Αυτός ονομαζόταν Ερνέστο, πιο γνωστός ως Νέτο, κι αυτή ονομαζόταν Ελβίρα. Είχαν ένα ταπεινό μαγαζί λίγα τετράγωνα από εκεί, στο οποίο πουλούσαν εικόνες και μενταγιόν αγίων, κομπολόγια και λείψανα, διακοσμητικά κηδειών. Αλλά δεν εμφανίζονταν στο μαγαζί τους, καθώς ήταν εύθυμοι και καλόβολοι άνθρωποι, και κάποια Σάββατα με καλό καιρό συνηθίζαμε να μένουμε εκεί μέχρι πολύ αργά πίνοντας κρασί και παίζοντας χαρτιά. Βλέποντάς τους να μπαίνουν κρατημένοι χέρι χέρι, όπως πάντα, όχι μόνο με εξέπληξε η πίστη τους στο ίδιο μέρος μετά από τόσες κοσμογονικές αλλαγές, αλλά μου έκανε εντύπωση και το πόσο είχαν γεράσει. Δεν τους θυμόμουν σαν ένα συμβατικό παντρεμένο ζευγάρι, αλλά σαν δύο όψιμους εραστές, ενθουσιώδεις και ευκίνητους, και τώρα μου φάνηκαν δύο ηλικιωμένοι βαρείς και μαραμένοι. Ήταν σαν ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο είδα τα δικά μου γηρατειά. Αν με είχαν αναγνωρίσει θα με είχαν δει αναμφίβολα με την ίδια κατάπληξη, αλλά με προστάτευσε η μεταμφίεση του πλούσιου Ουρουγουανού. Έφαγαν σε ένα κοντινό τραπέζι, συζητώντας με δυνατή φωνή, αλλά χωρίς πια τη θέρμη άλλων εποχών, και που και που με κοιτούσαν με περιέργεια χωρίς την παραμικρή υποψία ότι κάποτε καθόμασταν ευτυχισμένοι στο ίδιο τραπέζι. Μόνο τότε συνειδητοποίησα το πόσο μακρά και καταστροφικά ήταν τα χρόνια της εξορίας. Και όχι μόνο για εμάς που φύγαμε, όπως πίστευα μέχρι τότε, αλλά επίσης για τους άλλους: αυτούς που έμειναν.
[2] H Χιλή όχι μόνο ήταν μια σεμνή χώρα μέχρι την κυβέρνηση Αλιέντε, αλλά ακόμα και η συντηρητική αστική τάξη της εκτιμούσε τη λιτότητα ως εθνική αρετή. Αυτό που έκανε η στρατιωτική δικτατορία για να δείξει μια εντυπωσιακή εικόνα γρήγορης ευημερίας ήταν να απεθνικοποιήσει ότι ο Αλιέντε είχε εθνικοποιήσει, και να πουλήσει τη χώρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές εταιρίες. Το αποτέλεσμα ήταν μια έκρηξη των ειδών πολυτελείας, φανταχτερών και άχρηστων, και διακοσμητικών δημόσιων έργων που καλλιεργούσαν την ψευδαίσθηση ενός εντυπωσιακού χρυσορυχείου.
Μέσα σε μία μόνο πενταετία εισήχθησαν περισσότερα πράγματα από ότι μέσα στα προηγούμενα διακόσια χρόνια, με πιστώσεις σε δολάρια εγγυημένες από την Εθνική Τράπεζα με τα λεφτά από τις αποκρατικοποιήσεις. Η συνενοχή των Ηνωμένων Πολιτειών και των διεθνών πιστωτικών οργανισμών έκανε τα υπόλοιπα. Αλλά η πραγματικότητα έδειξε τα δόντια της ώρα της πληρωμής: Έξι ή επτά χρόνια ψευδαισθήσεων διαλύθηκαν σε ένα. Το εξωτερικό χρέος της Χιλής, το οποίο κατά το τελευταίο έτος του Αλιέντε ήταν 4 δισ. δολάρια τώρα (1985) είναι σχεδόν 23 δισ. Αρκεί μια βόλτα στις λαϊκές αγορές του ποταμού Μαπότσο για να δει κανείς ποιο ήταν το κοινωνικό κόστος αυτής της σπατάλης των 19 δισ. δολαρίων. Έτσι το στρατιωτικό θαύμα έχει κάνει πολύ περισσότερο πλούσιους πολύ λίγους πλούσιους, και έχει κάνει πολύ περισσότερο φτωχούς όλους τους υπόλοιπους Χιλιανούς.
 

Ο Λιτίν γύρισε πολλές ακόμα γνωστές ταινίες στην εξορία, όπως La Tierra Prometida (1973), Actas de Marusia (1975), El Recurso del método (1978, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Καρπεντιέρ), La Viuda de Montiel (1980, βασισμένη σε βιβλίο του Μάρκες) και Alsino y el Condor (1981). Επιστρέφοντας νόμιμα στη Χιλή μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας συνέχισε να γυρίζει ταινίες, με πιο γνωστές Los náufragos (Οι Ναυαγοί, 1994, με θέμα τα προβλήματα επιστροφής στη δημοκρατία) και Tierra del Fuego (Γη του Πυρός, 2000). Τελευταία του ταινία Dawson, Isla 10 (2009), αναφερόμενη στην διαβόητη φυλακή πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια της χούντας του Πινοτσέτ. Οι ταινίες Actas de Marusia και Alsino y el Condor προτάθηκαν και για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Πηγή: Κελαηδίσματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε...