Tο 1985, ο Χιλιανός σκηνοθέτης Miguel Littín (γεν. 1942), ελληνικής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του και παλαιστινιακής από την πλευρά του πατέρα του, βρίσκεται ήδη 12 χρόνια στην εξορία. Ήδη γνωστός από το 1969, μετά την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, El chacal de Nahueltoro, ταινία με μεγάλο όχι μόνο καλλιτεχνικό αλλά και πολιτικο-κοινωνικό αντίπτυπο στη Χιλή. Το 1971, μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Unidad Popular του ανατίθεται από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε η διεύθυνση του κρατικού κινηματογρικού στούντιο (Chile Films). Με το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Πινοτσέτ, την 11η Σεπτέμβρη 1973, ο Λιτίν είναι ανάμεσα στους πιο καταζητούμενους ανθρώπους, ως στρατευμένος καλλιτέχνης και φίλος του μάρτυρα προέδρου.
Καταφέρνει να φύγει από τη χώρα και να ζήσει στο Μεξικό αρχικά και αργότερα στην Ευρώπη. Το όνομά του περιλαμβάνεται σε μια μακρά λίστα 5.000 φίλων του προηγούμενου καθεστώτος, που η χούντα απαγορεύει την είσοδο στη Χιλή. Αρνούμενος να αποδεχτεί αδρανής την εξορία και το δράμα της πατρίδας του, μαζί με συντρόφους του συλλαμβάνει και επιχειρεί ένα παράτολμο σχέδιο: να μπει παράνομα στη Χιλή και να γυρίσει κρυφά μια ταινία που θα δείξει στο εξωτερικό εικόνες από μια χώρα που στενάζει 12 χρόνια κάτω από στρατιωτικό καθεστώς.
Ο Λιτίν φθάνει στη Χιλή με πλαστά χαρτιά μεταμφιεσμένος ως Ουρουγουανός επιχειρηματίας και ξεκινά τα γυρίσματα στο Σαντιάγκο αλλά και σε άλλες πόλεις, επικεφαλής τριών ξένων συνεργείων (ενός ιταλικού, ενός γαλλικού και ενός ολλανδικού) και με τη συνεργασία της ντόπιας αντίστασης. Μέσα σε έξι εβδομάδες και πάνω από 7.000 μέτρα φιλμ, αποτυπώνει εικόνες της κατεχόμενης χώρας και παίρνει πλήθος συνεντεύξεις από στελέχη της αντίστασης αλλά και ανώνυμους πολίτες. Η τελική βερσιόν της ταινίας, με τίτλο Acta general de Chile έχει διάρκεια 2 ώρες για το σινεμά και 4 ώρες για την τηλεόραση. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, συναντά τον νομπελίστα συγγραφέα και δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, και του δίνει μια εξαντλητική συνέντευξη 18 ηχογραφημένων ωρών, κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας. Μένοντας πιστός στο πνεύμα και τον τόνο της συνέντευξης, ο Μάρκες έγραψε μια νουβέλα που αποδίδει συμπυκνωμένα το περιεχόμενο της συνέντευξης.