Σήμερα τιμήθηκαν στη Χιλή τα 84 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου τραγουδοποιού Βίκτορ Χάρα, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1973, πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε από δυνάμεις του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοτσέτ.
Ο Χάρα ήταν πολιτιστικός πρέσβης της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας (1970-1973). Μετά το πραξικόπημα, συμμετείχε σε κατάληψη μαζί με φοιτητές στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Συνελλήφθη και μεταφέρθηκε στο Στάδιο της Χιλής, όπου δολοφονήθηκε με 44 σφαίρες από υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού, μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Το παρακάτω ποίημα, Somos cinco mil (Είμαστε πέντε χιλιάδες), είναι το τελευταίο που έγραψε ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, και διασώθηκε από κάποιον σύντροφό του που επέζησε. Πρωτοδημοσιεύτηκε δέκα χρόνια μετά το θανατό του, στη βιογραφία Victor Jara, un canto truncado που έγραψε η χήρα του, η βρετανίδα χορεύτρια Τζόαν Τέρνερ ντε Χάρα (1).
Somos cinco mil |
Είμαστε Πέντε Χιλιάδες |
|
|
Victor Jara
|
Βίκτορ Χάρα
|
|
|
Somos cinco mil
en esta pequeña parte de la ciudad.
Somos cinco mil.
¿Cuántos seremos en total
en las ciudades y en todo el país?
Somos aquí diez mil manos
que siembran y hacen andar las fábricas.
¡Cuánta humanidad
con hambre, frío, pánico, dolor, presión moral, terror y locura!
Seis de los nuestros se perdieron
en el espacio de las estrellas.
Un muerto, un golpeado como jamás creí
se podría golpear a un ser humano.
Los otros cuatro quisieron quitarse
todos los temores
uno saltando al vacío, otro golpeándose la cabeza contra el muro, pero todos con la mirada fija de la muerte.
¡Qué espanto causa el rostro del fascismo!
Llevan a cabo sus planes con precisión artera
sin importarles nada.
La sangre para ellos son medallas. La matanza es acto de heroísmo.
¿Es éste el mundo que creaste, Dios mío?
¿Para esto tus siete días de asombro y de trabajo?
En estas cuatro murallas sólo existe un número
que no progresa,
que lentamente querrá más la muerte.
Pero de pronto me golpea la consciencia
y veo esta marea sin latido, pero con el pulso de las máquinas y los militares mostrando su rostro
de matrona lleno de dulzura.
¿Y Méjico, Cuba, y el mundo?
¡Que griten esta ignominia!
Somos diez mil manos que no producen.
¿Cuántos somos en toda la patria?
La sangre del Compañero Presidente
golpea más fuerte que bombas y metrallas.
Así golpeará nuestro puño nuevamente.
¡Canto, que mal me sales cuando tengo que cantar espanto!
Espanto como el que vivo,
como el que muero, espanto.
De verme entre tanto y tantos
momentos del infinito
en que el silencio y el grito
son las metas de este canto.
Lo que veo nunca vi,
lo que he sentido y lo que siento
hará brotar el momento...
|
Είμαστε
πέντε χιλιάδες
σ’
αυτό το μικρό κομμάτι της πόλης.
Είμαστε
πέντε χιλιάδες.
Πόσοι
να είμαστε συνολικά
στις πόλεις και σ’ όλη τη χώρα;
Είμαστε
εδώ δέκα χιλιάδες χέρια
που σπέρνουν και λειτουργούν τα εργοστάσια. Πόση ανθρωπότητα με πείνα, κρύο, πανικό, πόνο, καταπίεση ηθική, τρόμο και τρέλα! Έξι απ’ τους δικούς μας χαθήκαν στη γειτονιά των αστεριών. Ένας νεκρός, ένας χτυπημένος όπως ποτέ δεν πίστεψα θα μπορούσαν να χτυπήσουν ένα ανθρώπινο πλάσμα. Οι άλλοι τέσσερις ήθελαν ν’ απαλλαγούν απ’ όλους τους φόβους ένας πηδώντας στο κενό, άλλος χτυπώντας το κεφάλι στον τοίχο, αλλά όλοι με το σταθερό βλέμμα του θανάτου. Τι φρίκη προκαλεί το προσωπείο του φασισμού! Φέρνουν εις πέρας τα σχέδια τους με δόλια ακρίβεια χωρίς τίποτα να τους ενδιαφέρει.
Το
αίμα γι’ αυτούς είναι μετάλλια.
Η σφαγή είναι πράξη ηρωισμού. Είναι αυτός ο κόσμος που έφτιαξες, Θεέ μου; Για τούτο οι επτά σου ημέρες δέους και δημιουργίας; Μέσα σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους υπάρχει μόνο ένα νούμερο που δε μεγαλώνει, Που αργά θα θέλει περισσότερο το θάνατο. Αλλά γρήγορα με χτυπάει η συνείδηση και βλέπω αυτή τη λαοθάλασσα χωρίς παλμό, αλλά με το ρυθμό των μηχανών και τους στρατιωτικούς με έκφραση
μαμής
γεμάτη γλύκα.
Και
το Μεξικό, η Κούβα, και ο κόσμος;
Ας
βροντοφωνάξουν γι’ αυτή την ατιμία!
Είμαστε
δέκα χιλιάδες χέρια που δεν παράγουν.
Πόσα είμαστε σ’ όλη την πατρίδα;
Το
αίμα του Συντρόφου Προέδρου
χτυπάει πιο δυνατά από βόμβες και μυδράλια. Έτσι θα χτυπήσει η γροθιά μας ξανά. Τραγούδι, πόσο άσχημο μου βγαίνεις όταν πρέπει να τραγουδήσω τη φρίκη! Φρίκη σαν κι αυτή που ζω,
σαν
αυτή που πεθαίνω, φρίκη.
Βλέποντας
με ανάμεσα σε τόσες πολλές
στιγμές
αιωνιότητας
όπου η σιωπή και η κραυγή
είναι
οι σκοποί αυτού του τραγουδιού.
Αυτό
που βλέπω ποτέ δεν είδα,
αυτό
που ένιωσα και αυτό που νιώθω
θα
κάνει ν’ ανθίσει η στιγμή…
|
Ο Βίκτορ Χάρα (δεξιά) συμμετέχει σε λαϊκή διαδήλωση |
(1) Κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές του ποιήματος. Η πιο πάνω είναι αυτή που περιέχεται στο άρθρο της Joan Jara στην εφημερίδα El País.
Συμπληρωματική Πηγή: Telesur