Η
Λαβίνια είναι μια μοντέρνα κοπέλα από ευκατάστατη αστική οικογένεια
κάποιας χώρας της Κεντρικής Αμερικής. Θα μπορούσε να είναι η Νικαράγουα,
η πατρίδα της συγγραφέως (Γιοκόντα Μπέλι), αλλά και οποιαδήποτε άλλη.
Πετυχαίνει την προσωπική της επανάσταση σπουδάζοντας αρχιτεκτονική στην
Ιταλία, επιλέγοντας το επάγγελμά της, ζώντας μόνη σε ένα άνετο σπίτι,
έχοντας δικό της αυτοκίνητο και δικές της παρέες. Διατηρεί τυπικές μόνο
σχέσεις με τους γονείς της, οι οποίοι είχαν εμπιστευτεί την ανατροφή της
στην αγαπημένη θεία της Ινές. Η Λαβίνια δεν ενδιαφέρεται για την
πολιτική και μόνο επιφανειακά την αγγίζει η πολιτική περιπέτεια της
χώρας της, που στενάζει κάτω από στρατιωτική δικτατορία.
Όλα αυτά αλλάζουν αναπάντεχα όταν
γνωρίζει τον Φελίπε, έναν συνάδερφο στην τεχνική εταιρία όπου δουλεύει. Ο
Φελίπε εκ πρώτης όψεως δείχνει αδίστακτος καριερίστας, πολυάσχολος και
γυναικοκατακτητής. Ωστόσο η μοίρα τα φέρνει έτσι ώστε να γνωρίσει και
την κρυφή πλευρά του. Καθώς αναπτύσσεται ένα φλερτ ανάμεσα στους δύο
νέους, ο Φελίπε αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια της Λαβίνια για να
περιθάλψουν έναν τραυματία σύντροφο. Της αποκαλύπτει πως είναι
στρατευμένος στο Κίνημα Απελευθέρωσης. Η Λαβίνια δέχεται να βοηθήσει,
χωρίς όμως να προσχωρήσει στην οργάνωση.
Ποτέ δε φαντάστηκε ότι θα τύχαινε, ειδικά σ’ αυτήν, κάτι τέτοιο. Ούτε στα πιο φλογερά της όνειρα ή τους εφιάλτες. Οι «αντάρτες» ήτανε κάτι πολύ μακρινό για κείνη. Πλάσματα άλλου είδους. Στην Ιταλία θαύμαζε, όπως όλοι, τον Τσε Γκεβάρα. Θυμότανε πόσο είχε μαγευτεί ο παππούς της από τον Φιδέλ Κάστρο και την «επανάσταση». Εκείνη όμως δεν ανήκε σ’ αυτό το είδος. Το ήξερε πολύ καλά. Άλλο ήταν να διαφωνεί με την δυναστεία κι άλλο να πολεμάει με όπλα ενάντια σ’ ένα στρατό εκπαιδευμένο να σκοτώνει, χωρίς οίκτο, εν ψυχρώ. Εδώ χρειαζότανε άλλος τύπος προσωπικότητας, άλλη πάστα. Άλλο ήταν η προσωπική της εξέγερση ενάντια στο status quo, ν’ απαιτεί ανεξαρτησία, να φύγει από το σπίτι της, να ασκεί ένα επάγγελμα κι άλλο να εκτίθεται σ’ αυτή την παρανοϊκή περιπέτεια, αυτή τη συλλογική αυτοκτονία, αυτόν τον μέχρι θανάτου ιδεαλισμό. Δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει ότι ήταν γενναίοι· ένα είδος Δον Κιχώτη των τροπικών, αλλά δε σκεφτόντουσαν λογικά, θα συνέχιζαν να τους σκοτώνουν κι εκείνη δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλά δεν μπορούσε και να εγκαταλείψει τον Φελίπε, σκέφτηκε, ούτε το φίλο του. Δεν μπορούσε να τους πετάξει έξω από το σπίτι της. Αν κι ένιωθε την επιτακτική ανάγκη να το βάλει στα πόδια, να τελειώσουν όλα αυτά, να σβήσει τούτη τη νύχτα από τη μνήμη της.
Σταδιακά γνωρίζει το Σεμπαστιάν, τη Φλορ
και άλλα μέλη του Κινήματος. Από απλή συμπαθών σκέφτεται να συμμετάσχει
πιο ενεργητικά, παρόλο που ο Φελίπε δεν την ενθαρρύνει. Από τις
συζητήσεις και τα βιβλία που της δίνουν να διαβάσει αρχίζει να βλέπει
πιο καθαρά την καταπίεση, την αδικία και την ανισότητα που μαστίζει την
πατρίδα της. Έρχεται πιο κοντά με την οικιακή βοηθό της τη Λουκρέσια,
όταν αυτή παραλίγο να πεθάνει μετά από μια παράνομη έκτρωση, και άλλους
λαϊκούς ανθρώπους.
Ένιωσε άβολα. Για να ξεφύγει κοίταξε χάμω. Με το βλέμμα διέτρεξε την αράδα των ποδιών μπροστά της. Η βρόμα συσσωρευότανε κάτω από τους πάγκους. Τα πόδια μιας μεγάλης σε ηλικία γυναίκας κουνιόντουσαν. Ήταν παχιά. Οι κιρσοί ξεπροβάλλανε πάνω από το μαύρο και τραχύ δέρμα. Η μύτη του παπουτσιού είχε κοπεί για να μη συνθλίβει το μικρό μέγεθός του τα δάχτυλα της καινούριας ιδιοκτήτριας. Τα δάχτυλα με τα σπασμένα και μπλαβιά νύχια ήταν παραμορφωμένα. Η Λαβίνια κοίταξε αυτά που ήταν δίπλα. Πιο νέα γυναίκα. Θα ήταν το πολύ τριάντα χρονών. Πέδιλα που κάποτε υπήρξανε άσπρα. Πόδια μελαχρινά. Αργασμένα. Το σμάλτο των νυχιών φάνταζε σαν μαλάκιο χωρίς κέλυφος, γέρικο. Φλέβες πρησμένες. Και πιο πέρα, οι λιωμένες σόλες από αντρικά παπούτσια. Κάλτσες κοντές. Το λάστιχο λασκαρισμένο πια. Ένα σκίσιμο φαινότανε στο τελείωμα. Διέτρεξε υπνωτισμένη την αράδα των θλιβερών ποδιών. Σήκωσε τα μάτια. Την κοιτούσανε. Τα ξανακατέβασε. Η ματιά της εστίασε στα δικά της πόδια. Τα λευκά, φίνα πόδια της που ξεπροβάλλανε από τα ψηλοτάκουνα πέδιλα τα καμωμένα από καφέ, μαλακό ιταλιάνικο δέρμα· τα νύχια κόκκινα. Ήταν όμορφα τα πόδια της. Αριστοκρατικά. Έκλεισε ξανά τα μάτια.Εκείνη είχε δεσμευτεί ν’ αγωνιστεί για τους ιδιοκτήτες των αργασμένων ποδιών, σκέφτηκε. Να ενωθεί μαζί τους. Να γίνει μια από αυτούς. ΝΑ νιώσει στο πετσί της τις αδικίες που διαπράττανε σε βάρος τους. Αυτός ο κόσμος ήταν ο «λαός» για τον οποίο μιλούσε το πρόγραμμα του Κινήματος. Κι όμως, εκεί μέσα, μαζί τους στη βρόμικη και σκοτεινή αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου, μια άβυσσος τους χώριζε. Η εικόνα των ποδιών δεν μπορούσε να είναι πιο εύγλωττη. Τα γεμάτα δυσπιστία βλέμματά τους. Πότε δε θα την αποδεχόντουσαν, σκέφτηκε η Λαβίνια. Πώς θα μπορούσαν να την αποδεχτούν κάποτε, να πιστέψουν ότι μπορούσε να ταυτιστεί μαζί τους, να πάψουν να δυσπιστούν μπροστά στο ντελικάτο δέρμα της, στα λαμπερά μαλλιά, στα φίνα χέρια, στα κόκκινα νύχια των ποδιών της;
Τελικά αποφασίζει να γίνει κανονικό μέλος
στο Κίνημα, αρχικά πίσω από την πλάτη του Φελίπε. Ωστόσο παραμένει
διχασμένη. Ανάμεσα στην προοδευτική της κουλτούρα και την αριστοκρατική
της καταγωγή, τις φεμινιστικές της αντιλήψεις και το πάθος για τον
«μάτσο» φίλο της, την προσπάθεια να σταθεί ισάξια με τους άλλους στην
παρανομία και την υποχρέωση να παραμένει στους κοσμικούς κύκλους για τα
προσχήματα. Σαν να μην έφταναν αυτά, αναπτύσσει μια περίεργη σχέση με
την… πορτοκαλιά της, η οποία είναι κατειλημμένη από την ψυχή μιας
ιθαγενούς γυναίκας της εποχής της κατάκτησης της χώρας από τους
Ισπανούς. Μιας δυναμικής Ινδιάνας με παρόμοιο χαρακτήρα με τη Λαβίνια,
που πολέμησε τους κονκισταδόρες μαζί με τον σύντροφο και εραστή της
Γιαρίνσε μέχρι τελικής πτώσεως. Η ινδιάνικη ψυχή αποκαλύπτει μαγικά στην
Λαβίνια σκηνές από το παρελθόν και το μέλλον, άλλοτε βοηθώντας και
άλλοτε μπερδεύοντάς την για να πάρει αποφάσεις.
Είχαμε περιοριστεί σε μια ομάδα δέκα πολεμιστών. Φαντάζαμε ισχνοί και με βαθουλωμένα μάτια, με βλέμμα κυνηγημένων ζώων. Εκείνο το πρωί, είχε δροσιά, ένας απαλός άνεμος φυσούσε λυγίζοντας τα καλάμια στην όχθη του ποταμιού. Βαδίζαμε πολύ κοντά στον καταυλισμό των εισβολέων, έτσι λοιπόν έπρεπε να τον διασχίσουμε με πολλή προσοχή για να μη μας ανακαλύψουν.[…] Ο Τιξτλίτλ είχε δει στ’ όνειρό του τον Τλάλοκ. Το είχε δει με τη μορφή γυναίκας με μάτια υγρά, να χαμογελάει ενώ τη σκέπαζε το νερό. Ήταν ένα μπερδεμένο όνειρο που μονάχα αργότερα μπόρεσα να ερμηνεύσω.Ο Τιξτλίτλ κι εγώ είχαμε φτάσει μέχρι τα μισά του ποταμιού, όταν βγήκαν οι Ισπανοί. Μας περίμεναν λουφαγμένοι ανάμεσα στα αγριόχορτα. Ίσως να μας παρακολουθούσαν από την προηγούμενη μέρα. Στριφογυρίζαμε μέσα στο νερό, απελπισμένοι γιατί ήμασταν ανυπεράσπιστοι.Άκουσα τους πυροβολισμούς από τα μπαστούνια τους που ξερνάγανε φωτιά να πέφτουν στο νερό πολύ κοντά μας. Τα μάτια μου αναζητήσανε τον Γιαρίνσε, ενώ τα πόδια μου προσπαθούσαν να γραπωθούν στον πάτο του ποταμιού, στα βράχια που μας βοηθούσαν στο πέρασμα.Τον διέκρινα να τρέχει στην άλλη πλευρά. Είχε κατορθώσει να βγει απ’ το νερό. Δεν είχε την τύχη του Τιξτλίτλ, που το αίμα του σχημάτισε έναν κόκκινο λεκέ τριγύρω του, που το κορμί του το είδα να επιπλέει στο ρέμα του ποταμιού. Δεν είχε την τύχη μου. Δεν πέθανε όπως εγώ.Ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη, μια σφοδρή ζέστη που μου παρέλυσε τα μπράτσα. Μεσολάβησε μια στιγμή μόνο. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, δε βρισκόμουνα πια μέσα στο κορμί μου: επέπλεα σε μικρή απόσταση από το νερό, βλέποντας τον εαυτό μου να ξεματώνει, βλέποντας το κορμί μου να απομακρύνεται κι αυτό στο ρεύμα του ποταμιού. Άκουσα τις πολεμοχαρείς κραυγές των Ισπανών και ξαφνικά, ανάμεσα από τα δέντρα της όχθης, εκεί όπου είδα για τελευταία φορά τον Γιαρίνσε, άκουσα εκείνο το παρατεταμένο και βαθύ ουρλιαχτό του λαβωμένου απ’ το θάνατό μου άντρα μου.Ήταν ένας τρομαχτικός ήχος που έκανε τους εχθρούς να βουβαθούν. Τους τρομοκράτησε και τους έκανε να βγουν από το νερό τρέχοντας και να γυρίζουν να κρυφτούν ξανά ανάμεσα στα αγριόχορτα.[…] Κατόπιν ο Γιαρίνσε πήρε το κορμί μου και μ’ έφερε εδώ, σε αυτό το μέρος όπου περίμενα για αιώνες, καταπώς είχανε σχεδιάσει για μένα οι πρόγονοί μου.
Η μεγάλη πρόκληση στη ζωή της Λαβίνια
έρχεται όταν της αναθέτουν να σχεδιάσει και να επιβλέψει της κατασκευή
της μεγαλοπρεπούς κατοικίας του στρατηγού Βέλα, ενός σημαντικού ανθρώπου
του καθεστώτος. Η Λαβίνια προσπαθεί να αφήσει ικανοποιημένο τον
εξέχοντα πελάτη της, γενικό υπεύθυνο των βασανιστηρίων και των
εκτελέσεων της χούντας και σαν να μην έφτανε αυτό αποκρουστικό άνδρα,
και παράλληλα να εξυπηρετήσει το Κίνημα παρέχοντας πληροφορίες για τη
ζωή του στρατηγού και το καινούριο σπίτι. Το φινάλε είναι ανατρεπτικό
και δραματικό, με στοιχεία από κάθαρση αρχαίας τραγωδίας. Τελειώνοντας
την ανάγνωση του βιβλίου ο αναγνώστης μένει με δυνατές εντυπώσεις και
ζωντανές εικόνες από τις αντιφάσεις και τις περιπέτειες των φτωχών χωρών
της Αμερικής.
Η Gioconda Belli
(Μανάγκουα, 1948) είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες συγγραφείς της
Κεντρικής Αμερικής. Τα πρώτα της ποιήματα έγιναν γνωστά το 1970. Το ίδιο
έτος εντάχθηκε στο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN),
παράνομη τότε οργάνωση, με σκοπό να ανατρέψει τη δικτατορία του Σομόσα.
Το 1972 βραβεύτηκε η συλλογή ποιημάτων της Sobre la grama (Πάνω στο χόρτο) και ακολούθησαν διάφορες διακρίσεις όπως το βραβείο Casa de las Americas που παρέλαβε το 1978 για το Línea de fuego (Γραμμή της φωτιάς).
Κυνηγημένη από την αστυνομία του Σομόσα,
έζησε εξόριστη στο Μεξικό και την Κόστα Ρίκα. Μετά τον θρίαμβο της
Επανάστασης των Σαντινίστας επέστρεψε στη Νικαράγουα, όπου ανέλαβε
διπλωματικές θέσεις στην επαναστατική κυβέρνηση και έκδωσε τα βιβλία Truenos y Arco Iris (Βροντές και το τόξο της ίριδας) και De la Costilla de Eva (Από την πλευρά της Εύας).
Το 1988 έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, La mujer habitada
(κατά λέξη "Η κατοικημένη γυναίκα"), το οποίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και γνώρισε
μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Σύγχρονη Εποχή με τον τίτλο "Η Γυναίκα Φωλιά". Ακολούθησαν Sofía de las presagios (Σοφία των οιωνών, 1990) και Waslala (1996). To 2001 κατέγραψε τις αναμνήσεις της από τα χρόνια της αντίστασης και της εξορίας στο βιβλίο El país bajo mi piel (Η χώρα κάτω από το δέρμα μου).
Αρχική δημοσίευση: Κελαηδίσματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε...