Πέθανε χθες (Πέμπτη) ο νομπελίστας κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε ηλικία 87 ετών στην Πόλη του Μεξικού. Ο Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του,
είχε νοσηλευτεί για 9 ημέρες (31 Μαρτίου - 8 Απριλίου) στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Σαλβαρόρ Σουμπιράν. Προηγουμένως του είχε διαγνωστεί καρκίνος στους λεμφαδένες (1999), ενώ κυκλοφορούσαν μη επιβεβαιωμένες φήμες ότι τα τελευταία χρόνια έπασχε από νόσο Αλτσάιμερ και γεροντική άνοια.
Εκπρόσωπος της γενιάς του "μπουμ" της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και της συγγραφικής έκφρασης του "μαγικού ρεαλισμού", με το βραβείο Νόμπελ που κέρδισε το 1982 αλλά και τη συνολική στάση του, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη της υποηπείρου στο προσκήνιο της διεθνούς κουλτούρας και πολιτικής. Το εμβληματικό έργο του "Εκατό Χρόνια Μοναξιά", η ιστορία της "δυναστείας" των Μπουενδία, είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπημένα βιβλία στη γλώσσα του Θερβάντες. Ο Γκαρσία Μάρκες μεταφέρει στα βιβλία του χρώμα και άρωμα Καραϊβικής, προσωπικά βιώματα και εμμονές, ιστορικά και ηθογραφικά στοιχεία.
Γεννήθηκε το 1927 στην Αρακατάκα της Κολομβίας, κωμόπολη κοντά στις ακτές της Καραϊβικής, που αργότερα - τα χρόνια του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη - έγινε το σκηνικό του "πυρετού της μπανάνας". Το περίφημο Μακόντο άλλωστε, το σκηνικό των "Εκατό Χρόνων", ήταν το όνομα μιας φυτείας της περιοχής. Ο Γκαμπριέλ Χοσέ ήταν ο μεγαλύτερος από 11 συνολικά παιδιά του περιπλανόμενου τηλεγραφητή Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία και της "ωραίας του χωριού" Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες. Το ειδύλλιο των δύο νέων συνάντησε την αντίσταση της οικογένειας της κοπέλας (του απόστρατου συνταγματάρχη Νικολάς Μάρκες και της Τρανκιλίνα Ιγουαράν), που υπολόγιζαν σε μια καλύτερη τύχη για την κόρη τους. Παρόλα αυτά, το τέλος ήταν αίσιο και ενέπνευσε τον Γκάμπο να γράψει το μυθιστόρημα "Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας".
Ο μικρός Γκαμπριέλ έζησε τα παιδικά χρόνια του στο σπίτι του παππούδων του, γιατί ο πατέρας του άλλαζε συχνά τόπο διαμονής για επαγγελματικούς λόγους. Μέσα σε ένα γυναικοκρατούμενο σπίτι έγινε ευαίσθητος και ονειροπόλος και από μικρός αγάπησε το διάβασμα. Σε αντιστάθμισμα, πατρικό πρότυπο αποτέλεσε ο παππούς του, βετεράνος του Πολέμου των Χιλίων Ημερών (1899-1902). Ο Νικολάς Μάρκες ήταν η έμπνευση για τον συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία στα "Εκατό Χρόνια Μοναξιά" αλλά και για τον "Συνταγματάρχη (που) δεν έχει κανέναν να του γράψει".
Η οικογένεια του Γκαρσία Μάρκες τον έστειλε να σπουδάσει νομικά στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Μπογκοτά, όπου θα γίνει μάρτυρας της δολοφονίας του προοδευτικού πολιτικού Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν και του "Μπογκοτάσο" (1948). Θα εγκαταλείψει τελικά τις νομικές σπουδές για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Με αφορμή μια κερδισμένη υποτροφία θα ταξιδέψει στην Ευρώπη. Θα ζήσει στην Ισπανία και στη Γαλλία, όπου θα γνωρίσει άλλους νέους συγγραφείς που θα γίνουν εκπρόσωποι της γενιάς του boom (έκρηξης) της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, όπως τον Μάριο Βάργκας Γιόσα (Περού), τον Κάρλος Φουέντες (Μεξικό) και τον Χούλιο Κορτάσαρ (Αεργεντινή).
Θα επιστρέψει στην Κολομβία αλλά θα επιλέξει ως μόνιμο τόπο διαμονής το Μεξικό. Το 1967, σε ηλικία 40 ετών, θα ολοκληρώσει και θα δει να εκδίδονται τα "Εκατό Χρόνια Μοναξιά". Θα ακολουθήσουν το "Φθινόπωρο του Πατριάρχη" (1975), ένα αλληγορικό έργο για τη ζωή ενός λατινοαμερικάνου δικτάτορα, το "Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου" (1981), "Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας" (1985), "Στρατηγός στο Λαβύρινθο του" (1989), αναφερόμενο στο άδοξο τέλος του Σιμόν Μπολίβαρ, "Του Έρωτα και άλλων δαιμονίων" (1994) και "Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου" (2004). Έγραψε ακόμα κριτικές, θεατρικά έργα και πολλά δημοσιογραφικά άρθρα.
Το 2002 εκδόθηκε το "Ζω για να τη διηγούμαι", με σκοπό να αποτελέσει τον πρώτο τόμο μιας τρίτομης αυτοβιογραφίας που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Το 2008 βγήκε και η πρώτη πλήρης βιογραφία στα αγγλικά από τον βρετανό Gerald Martin. Πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά με τίτλο
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Η Βιογραφία του από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.
Αν και δεν αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική, από νέος συνδέθηκε με το χώρο της αριστεράς. Γνωρίστηκε με τον Φιντέλ Κάστρο και έγινε στενός φίλος του, γεγονός για το οποίο δέχτηκε σφοδρή κριτική από συναδέλφους του όπως ο Μάριο Βάργκας Γιόσα. Με τα άρθρα και τις παρεμβάσεις του ήταν πάντα αλληλέγγυος απέναντι στους επαναστάτες και τους αδικημένους. Ιδιαίτερα ο λόγος του στη σουηδική ακαδημία κατά την παραλαβή του Νόμπελ το 1982 θεωρείται από τους πιο πολιτικοποιημένους που έχουν εκφωνήθηκαν από αυτό το βήμα, αναφερόμενος στη χούντα του Πινοτσέτ στη Χιλή και στον εμφύλιο στο Ελ Σαλβαδόρ, μεταξύ άλλων.
Στην Κούβα συμμετείχε στην ίδρυση του πρακτορείου ειδήσεων Prensa Latina, μαζί με τον Τσε Γκεβάρα και τον Χόρχε Μασέτι. Επίσης στην Αβάνα ίδρυσε το 1986 τη Διεθνή Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, όπου δίδαξε για πολλά χρόνια.
Το Μάρτιο του 2007, με την ευκαιρία των 80ων γενεθλίων του, καθώς και των 40 από την πρώτη έκδοση των "Εκατό Χρόνων" και των 25 από το Νόμπελ, του έγινε μια ξεχωριστή τιμή στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Ισπανικής Γλώσσας στην Καρταχένα της Κολομβίας. Η Βασιλική Ισπανική Ακαδημία (RAE), επιμελήθηκε μια ειδική έκδοση για τα "Εκατό Χρόνια Μοναξιά" σε 1.000.000 αντίτυπα. Για να αναλογιστούμε τη σημασία της διάκρισης, αρκεί να πούμε ότι κάτι αντίστοιχο είχε γίνει 4 χρόνια πριν για τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
Σαν ύστατο φόρο τιμής στον αγαπημένο μας Γκάμπο, παραθέτουμε ένα απόσπασμα του λόγου που εκφώνησε στην πιο πάνω εκδήλωση. Περιέχεται στο βιβλίο
Yo no vengo a decir un discurso (2010), μια επιλογή των σημαντικότερων ομιλιών που έχει κάνει από τα 17 έως τα 80 του χρόνια.
Ούτε στα πιο τολμηρά μου όνειρα τις μέρες που έγραφα τα Εκατό χρόνια μοναξιά
δε θα έφτανα να φανταστώ ότι θα μπορούσα να δω μια έκδοση ενός
εκατομμυρίου αντιτύπων. Να σκεφτώ ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι μπορούσαν
να αποφασίσουν να διαβάσουν κάτι γραμμένο στη μοναξιά ενός δωματίου, με
είκοσι οκτώ γράμματα του αλφαβήτου και δύο δάχτυλα σαν μοναδικό μου
οπλοστάσιο, θα φαινόταν όπως και να το δεις μια τρέλα. Σήμερα, οι
Γλωσσικές Ακαδημίες το κάνουν σαν μια χειρονομία προς ένα μυθιστόρημα
που έχει περάσει μπροστά από τα μάτια πενήντα φορές ενός εκατομμυρίου
αναγνωστών, και προς έναν άυπνο τεχνίτη όπως εγώ, ο οποίος δεν μπορεί να
συνέλθει από την έκπληξή του για όλα όσα έχουν συμβεί.
Αλλά δεν πρόκειται ούτε θα μπορούσε να
θεωρηθεί ως αναγνώριση προς έναν συγγραφέα. Αυτό το θαύμα είναι η
αδιάσειστη απόδειξη ότι υπάρχει ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων
διατεθειμένων να διαβάσει ιστορίες στην ισπανική γλώσσα, και γι’ αυτό
ένα εκατομμύριο αντίτυπα του Εκατό χρόνια μοναξιά δεν είναι ένα
εκατομμύριο ύμνοι στον συγγραφέα που σήμερα παραλαμβάνει ντροπαλός το
πρώτο βιβλίο αυτής της τεράστιας έκδοσης. Είναι η απόδειξη ότι υπάρχουν
εκατομμύρια αναγνώστες κειμένων στα ισπανικά που περιμένουν αυτή την
τροφή.
Στην
καθημερινή μου ζωή ως συγγραφέα τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε. Ποτέ
δεν έχω δει τίποτα διαφορετικό από τους δύο δείκτες των δαχτύλων μου να
χτυπάνε ένα ένα ρυθμικά τα είκοσι οκτώ γράμματα του ίδιου αλφαβήτου που
έχω μπροστά στα μάτια μου εδώ και ογδόντα χρόνια. Σήμερα μπόρεσα να
σηκώσω το κεφάλι για να παραβρεθώ σε αυτό το φόρο τιμής που με χαροποιεί
και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να υποχρεωθώ να σκεφτώ τι είναι αυτό
που έχει συμβεί. Αυτό που βλέπω είναι ότι ο αναγνώστης που δεν υπάρχει
στη λευκή σελίδα μου είναι σήμερα ένα τεράστιο πλήθος πεινασμένο για αναγνώσματα στην ισπανική γλώσσα.
Οι αναγνώστες του Εκατό χρόνια μοναξιά είναι
μια κοινωνία η οποία, αν ζούσε στο ίδιο κομμάτι γης, θα ήταν μια από
τις είκοσι πιο πολυπληθείς χώρες του κόσμου. Δεν πρόκειται για δήλωση
καυχησιάς. Το αντίθετο. Θέλω μόνο να δείξω ότι εκεί υπάρχει ένα πλήθος
ανθρώπων οι οποίοι έχουν δείξει με τις αναγνωστικές τους συνήθειες ότι
έχουν την ψυχή τους ανοιχτή για να γεμίσει με μηνύματα στα ισπανικά. Η
πρόκληση είναι για όλους τους συγγραφείς, όλους τους ποιητές, αφηγητές
και εκπαιδευτές αυτής της γλώσσας, για να τροφοδοτήσουν αυτή τη δίψα και
να πολλαπλασιάσουν αυτό το πλήθος, ο πραγματικός λόγος για να είμαστε
στη θέση μας και φυσικά ο καθένας ο εαυτός του.
Στα τριάντα οκτώ μου χρόνια και ήδη με
τέσσερα βιβλία να έχουν εκδοθεί από τα είκοσι μου χρόνια, κάθισα στη
γραφομηχανή και έγραψα: “Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο
εκτελεστικό απόσπασμα ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν
εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει
τον πάγο.” Δεν είχα την παραμικρή ιδέα της σημασίας ή της
προέλευσης αυτής της φράσης ούτε προς τα που θα με οδηγούσε. Αυτό που
σήμερα γνωρίζω είναι ότι δεν σταμάτησα να γράφω ούτε μια μέρα για
δεκαοχτώ μήνες, μέχρι να τελειώσει το βιβλίο.
Πηγές: La Jornada, Κελαηδίσματα, Wikipedia