
Καταφέρνει να φύγει από τη χώρα και να ζήσει στο Μεξικό αρχικά και αργότερα στην Ευρώπη. Το όνομά του περιλαμβάνεται σε μια μακρά λίστα 5.000 φίλων του προηγούμενου καθεστώτος, που η χούντα απαγορεύει την είσοδο στη Χιλή. Αρνούμενος να αποδεχτεί αδρανής την εξορία και το δράμα της πατρίδας του, μαζί με συντρόφους του συλλαμβάνει και επιχειρεί ένα παράτολμο σχέδιο: να μπει παράνομα στη Χιλή και να γυρίσει κρυφά μια ταινία που θα δείξει στο εξωτερικό εικόνες από μια χώρα που στενάζει 12 χρόνια κάτω από στρατιωτικό καθεστώς.
Ο Λιτίν φθάνει στη Χιλή με πλαστά χαρτιά μεταμφιεσμένος ως Ουρουγουανός επιχειρηματίας και ξεκινά τα γυρίσματα στο Σαντιάγκο αλλά και σε άλλες πόλεις, επικεφαλής τριών ξένων συνεργείων (ενός ιταλικού, ενός γαλλικού και ενός ολλανδικού) και με τη συνεργασία της ντόπιας αντίστασης. Μέσα σε έξι εβδομάδες και πάνω από 7.000 μέτρα φιλμ, αποτυπώνει εικόνες της κατεχόμενης χώρας και παίρνει πλήθος συνεντεύξεις από στελέχη της αντίστασης αλλά και ανώνυμους πολίτες. Η τελική βερσιόν της ταινίας, με τίτλο Acta general de Chile έχει διάρκεια 2 ώρες για το σινεμά και 4 ώρες για την τηλεόραση. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, συναντά τον νομπελίστα συγγραφέα και δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, και του δίνει μια εξαντλητική συνέντευξη 18 ηχογραφημένων ωρών, κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας. Μένοντας πιστός στο πνεύμα και τον τόνο της συνέντευξης, ο Μάρκες έγραψε μια νουβέλα που αποδίδει συμπυκνωμένα το περιεχόμενο της συνέντευξης.

Παρακάτω παραθέτουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, σε μετάφραση του… αναρτώντος.
[1] Λαχταρώντας να ξεφύγω από το παρελθόν, σπιθαμή προς σπιθαμή πήγα μόνος σε ένα κρατικό εστιατόριο στην πάνω πλευρά της πόλης, όπου η Έλυ (η γυναίκα του, σ.τ.μ.) κι εγώ συνηθίζαμε να γευματίζουμε όταν είμαστε νέο ζευγάρι. Το μέρος ήταν το ίδιο, στο ύπαιθρο, με τα τραπέζια κάτω από τις λεύκες και πολλά τεράστια λουλούδια, αλλά έδινε την εντύπωση από κάτι που εδώ και καιρό είχε πάψει να υπάρχει. Δεν είχε ψυχή. Χρειάστηκε να φωνάξω για να με εξυπηρετήσουν, και καθυστέρησαν σχεδόν μια ώρα για να μου σερβίρουν ένα καλό κομμάτι ψητό κρέας. Είχα σχεδόν τελειώσει όταν μπήκε ένα ζευγάρι που είχα να δω από τότε που η Έλυ κι εγώ ήμασταν τακτικοί θαμώνες. Αυτός ονομαζόταν Ερνέστο, πιο γνωστός ως Νέτο, κι αυτή ονομαζόταν Ελβίρα. Είχαν ένα ταπεινό μαγαζί λίγα τετράγωνα από εκεί, στο οποίο πουλούσαν εικόνες και μενταγιόν αγίων, κομπολόγια και λείψανα, διακοσμητικά κηδειών. Αλλά δεν εμφανίζονταν στο μαγαζί τους, καθώς ήταν εύθυμοι και καλόβολοι άνθρωποι, και κάποια Σάββατα με καλό καιρό συνηθίζαμε να μένουμε εκεί μέχρι πολύ αργά πίνοντας κρασί και παίζοντας χαρτιά. Βλέποντάς τους να μπαίνουν κρατημένοι χέρι χέρι, όπως πάντα, όχι μόνο με εξέπληξε η πίστη τους στο ίδιο μέρος μετά από τόσες κοσμογονικές αλλαγές, αλλά μου έκανε εντύπωση και το πόσο είχαν γεράσει. Δεν τους θυμόμουν σαν ένα συμβατικό παντρεμένο ζευγάρι, αλλά σαν δύο όψιμους εραστές, ενθουσιώδεις και ευκίνητους, και τώρα μου φάνηκαν δύο ηλικιωμένοι βαρείς και μαραμένοι. Ήταν σαν ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο είδα τα δικά μου γηρατειά. Αν με είχαν αναγνωρίσει θα με είχαν δει αναμφίβολα με την ίδια κατάπληξη, αλλά με προστάτευσε η μεταμφίεση του πλούσιου Ουρουγουανού. Έφαγαν σε ένα κοντινό τραπέζι, συζητώντας με δυνατή φωνή, αλλά χωρίς πια τη θέρμη άλλων εποχών, και που και που με κοιτούσαν με περιέργεια χωρίς την παραμικρή υποψία ότι κάποτε καθόμασταν ευτυχισμένοι στο ίδιο τραπέζι. Μόνο τότε συνειδητοποίησα το πόσο μακρά και καταστροφικά ήταν τα χρόνια της εξορίας. Και όχι μόνο για εμάς που φύγαμε, όπως πίστευα μέχρι τότε, αλλά επίσης για τους άλλους: αυτούς που έμειναν.
[2] H Χιλή όχι μόνο ήταν μια σεμνή χώρα μέχρι την κυβέρνηση Αλιέντε, αλλά ακόμα και η συντηρητική αστική τάξη της εκτιμούσε τη λιτότητα ως εθνική αρετή. Αυτό που έκανε η στρατιωτική δικτατορία για να δείξει μια εντυπωσιακή εικόνα γρήγορης ευημερίας ήταν να απεθνικοποιήσει ότι ο Αλιέντε είχε εθνικοποιήσει, και να πουλήσει τη χώρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές εταιρίες. Το αποτέλεσμα ήταν μια έκρηξη των ειδών πολυτελείας, φανταχτερών και άχρηστων, και διακοσμητικών δημόσιων έργων που καλλιεργούσαν την ψευδαίσθηση ενός εντυπωσιακού χρυσορυχείου.Μέσα σε μία μόνο πενταετία εισήχθησαν περισσότερα πράγματα από ότι μέσα στα προηγούμενα διακόσια χρόνια, με πιστώσεις σε δολάρια εγγυημένες από την Εθνική Τράπεζα με τα λεφτά από τις αποκρατικοποιήσεις. Η συνενοχή των Ηνωμένων Πολιτειών και των διεθνών πιστωτικών οργανισμών έκανε τα υπόλοιπα. Αλλά η πραγματικότητα έδειξε τα δόντια της ώρα της πληρωμής: Έξι ή επτά χρόνια ψευδαισθήσεων διαλύθηκαν σε ένα. Το εξωτερικό χρέος της Χιλής, το οποίο κατά το τελευταίο έτος του Αλιέντε ήταν 4 δισ. δολάρια τώρα (1985) είναι σχεδόν 23 δισ. Αρκεί μια βόλτα στις λαϊκές αγορές του ποταμού Μαπότσο για να δει κανείς ποιο ήταν το κοινωνικό κόστος αυτής της σπατάλης των 19 δισ. δολαρίων. Έτσι το στρατιωτικό θαύμα έχει κάνει πολύ περισσότερο πλούσιους πολύ λίγους πλούσιους, και έχει κάνει πολύ περισσότερο φτωχούς όλους τους υπόλοιπους Χιλιανούς.
Gabriel Garcia Marquez, La aventura de Miguel Littin clandestino en Chile

Πηγή: Κελαηδίσματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε...