Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Τσάκας και ουρανός

Ugo de Censi
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ispania.gr

Ο διάσημος Ισπανοπερουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα (βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010), δημοσίευσε πρόσφατα στην δεκαπενθήμερη στήλη του Piedra de Toque [Λυδία Λίθος] στην ισπανική El País ένα ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο Chacas y el cielo (Τσάκας και ουρανός). Σ’ αυτό, περιγράφει το θαυμαστό έργο του Ιταλού ιερέα Ούγκο ντε Τσένσι, ο οποίος εδώ και τέσσερις σχεδόν δεκαετίες έχει πετύχει ένα πραγματικό θαύμα σε μια από τις πιο φτωχές και απομονωμένες περιοχές των Άνδεων.

Αναρχικός, οραματιστής και άνθρωπος της δράσης, ο Ιταλός ιερέας Ούγκο ντε Τσένσι έχει φέρει σε πέρας σ’ αυτή την περιοχή, μια από τις πιο φτωχές του Περού, μια πραγματική οικονομική και κοινωνική επανάσταση.

Η Τσάκας είναι πιο κοντά στον ουρανό από οποιοδήποτε άλλον τόπο στον πλανήτη. Για να φτάσεις εκεί πρέπει να σκαρφαλώσεις τις χιονοσκεπείς κορφές της κορδιλιέρας των Άνδεων, να διασχίσεις ιλιγγιώδεις αβύσσους, υψόμετρα που αγγίζουν τα 5.000 μέτρα και μετά να κατέβεις, από απόκρημνες πλαγιές πάνω από τις οποίες πετάνε οι κόνδορες, στο στενό Κοντσούκος, στο διαμέρισμα Ανκάς. Εκεί, ανάμεσα σε χαράδρες, ρυάκια, λίμνες, καλλιεργημένα χωράφια, βοσκοτόπια και ένα περίγραμμα όπου διακρίνονται όλοι οι τόνοι του πράσινου βρίσκεται το χωριό, χιλίων πεντακοσίων κατοίκων και πρωτεύουσα μιας επαρχίας που φιλοξενεί περισσότερες από είκοσι χιλιάδες.
Η εξαιρετική ομορφιά αυτού του τόπου δεν είναι μόνο φυσική, αλλά επίσης κοινωνική και πνευματική, χάρη στον πατέρα Ούγκο ντε Τσένσι, έναν Ιταλό ιερέα που έφτασε στην Τσάκας ως παπάς της ενορίας το 1976. Ψηλός, εύγλωττος, συμπαθής, ρωμαλέος, ευκίνητος παρά τα σχεδόν 90 χρόνια του, διαθέτει μια μεταδοτική ενέργεια και μια θέληση ικανή να κινήσει βουνά. Μέσα στα 37 χρόνια που έχει εδώ έχει μετατρέψει την περιοχή, μια από τις πιο φτωχές του Περού, σε έναν κόσμο ειρήνης και δουλειάς, ανθρώπινης αλληλεγγύης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.



 
San Martín de Chacas
Οι ιδέες του πατέρα Ούγκο είναι πολύ προσωπικές και πολλές φορές πρέπει να έχουν κάνει τους ανώτερους του τάγματός του – τους σαλεσιανούς – και τους ιεράρχες της Εκκλησίας, πολύ νευρικούς. Και τους οικονομολόγους και κοινωνιολόγους, δε λέγεται. Πιστεύει ότι το χρήμα και η εξυπνάδα είναι ο διάβολος, ότι τα δυσνόητα κηρύγματα και οι αφηρημένες θεωρίες της θεολογίας και της φιλοσοφίας δε φέρνουν κοντά στο Θεό, περισσότερο απομακρύνουν απ’ αυτόν, και ότι ούτε η λογική προσφέρει πολλά πράγματα για να φτάσει κανείς στο Ανώτερο Ων. Κατά τη γνώμη του, αντί να προσπαθεί κανείς να τον εξηγήσει, πρέπει να τον επιθυμήσει, να διψάσει γι’ αυτόν, και, αν κάποιος τον βρει, να αφεθεί στο δέος, αυτή την ανάταση της καρδιάς που προκαλεί η αγάπη. Απεχθάνεται την απληστία και το κέρδος, το βασίλειο της γραφειοκρατίας, το ραντιερισμό, τις ασφάλειες, τις συντάξεις και πιστεύει ότι αν πρέπει να γίνει κάποια κριτική στην Καθολική Εκκλησία είναι για το ότι έχει αποξενωθεί από τους φτωχούς και τους περιθωριοποιημένους ανάμεσα στους οποίους γεννήθηκε. Βλέπει την ιδιωτική ιδιοκτησία με δυσπιστία. Η κουβέντα που εμφανίζεται πιο συχνά στο στόμα του, εμποτισμένη με τρυφερότητα και ποιητικούς τόνους, είναι φιλανθρωπία.

Πιστεύει, και έχει αφιερώσει τη ζωή του για να το αποδείξει, ότι η φτώχεια μπορεί να καταπολεμηθεί από την ίδια τη φτώχεια, με το να ταυτιστεί κανείς μ’ αυτήν και να τη ζήσει μαζί με τους φτωχούς, και ότι ο τρόπος για να προσελκύσει τους νέους στη θρησκεία και το Θεό, από τα οποία όλος ο σύγχρονος κόσμος έχει την τάση να απομακρύνεται, είναι να τους προτείνει να ζουν την πνευματικότητα σαν μια περιπέτεια, δίνοντας της το χρόνο τους, τα μπράτσα τους, τις γνώσεις τους. Τη ζωή τους, για να αγωνιστούν κατά του ανθρώπινου πόνου και των μεγάλων αδικιών από τα οποία είναι θύματα τόσα εκατομμύρια ανθρώπινων όντων.  

Οι ουτοπιστές και μεγάλοι κοινωνικοί οραματιστές συνηθίζουν να είναι ματαιόδοξοι και αυτοαναφερόμενοι, αλλά ο πατέρας Ούγκο είναι ο πιο απλός άνθρωπος στη γη και όταν, με αυτή την αίσθηση χιούμορ που ακτινοβολεί σ’ αυτόν χωρίς παύση, λέει: «Θα ήθελα να είμαι παιδί, αλλά πιστεύω ότι είμαι πάνω απ’ όλα ένας απείθαρχος και ένας ξεροκέφαλος», λέει ακριβώς αυτό που σκέφτεται.

Νοσοκομείο Mama Ashu, Chacas
Το περίεργο είναι ότι αυτός ο άνθρωπος της εκκλησίας, λίγο αναρχικός και ονειροπόλος είναι, ταυτόχρονα, ένας άνθρωπος της δράσης, ένας άνθρωπος που πετυχαίνει άθλους, ο οποίος, χωρίς να ζητήσει ούτε σεντ από το κράτος και υλοποιώντας τις ιδέες του αναχωρητή, έχει φέρει σε πέρας στην Τσάκας και τα περίχωρα μια πραγματική οικονομική και κοινωνική επανάσταση. Έχει κατασκευάσει δύο ηλεκτρικούς σταθμούς, κανάλια και δεξαμενές που δίνουν φως και νερό στο χωριό και σε πολλές γειτονικές περιοχές, διάφορες σχολές, μια κλινική με 60 κρεβάτια εξοπλισμένη με τα πιο σύγχρονα ιατρικά και χειρουργικά όργανα, μια σχολή νοσηλευτριών, εργαστήρια γλυπτικής, ξυλουργίας και σχεδιασμού επίπλων, αγροτικές φάρμες όπου εφαρμόζονται οι πιο σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας και γίνονται σεβαστές όλες οι οικολογικές ανησυχίες, σχολή οδηγών σε υψόμετρο, λιθοξόων, αναστήλωσης έργων τέχνης της αποικιακής περιόδου, ένα εργοστάσιο κρυστάλλου και εργαστήρια για επεξεργασία βιτρώ, κλωστήρια, τυροκομεία, ορεινά καταφύγια, ιδρύματα για παιδιά με ειδικές ανάγκες, για ηλικιωμένους, συνεταιρισμούς γεωργών και χειροτεχνών, εκκλησίες, αρδευτικά κανάλια, και αυτή τη χρονιά, τον Αύγουστο, θα εγκαινιαστεί στην Τσάκας ένα πανεπιστήμιο για εκπαίδευση ενηλίκων.   

Αυτή η ατελής και ψυχρή απαρίθμηση δε λέει και πολλά πράγματα· πρέπει να δει κανείς από κοντά και να αγγίξει όλα αυτά τα έργα, και τα άλλα που είναι καθοδόν, για να εκπλαγεί και να συγκινηθεί. Πώς ήταν δυνατό; Χάρη σ’ αυτή τη φιλανθρωπία που ο πατέρας Ούγκο μιλάει τόσο και που εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες προσελκύει σ’ αυτά τα ύψη δεκάδες δεκάδων Ιταλών εθελοντών – γιατροί, μηχανικοί, τεχνικοί, δάσκαλοι, χειροτέχνες, καλλιτέχνες, φοιτητές – για να εργαστούν δωρεάν, ζώντας με τους φτωχούς και δουλεύοντας δίπλα σ’ αυτούς, για να βάλουν τέρμα στη δυστυχία και την επιστροφή στη φτώχεια. Αλλά, πάνω απ’ όλα, για να ξαναδώσουν στους χωρικούς την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά που η εκμετάλλευση, η εγκατάλειψη και οι δύσκολες συνθήκες ζωής τους είχαν στερήσει. Οι εθελοντές και οι οικογένειές τους πληρώνονται για τα οδοιπορικά, λαμβάνουν στέγαση και τροφή αλλά κανένα μισθό, ούτε καμιά ιατρική ασφάλιση ή σύνταξη, με τέτοιο τρόπο που το να λάβουν μέρος σ’ αυτό το πρόγραμμα σημαίνει γι’ αυτούς να παραδόσουν το μέλλον τους και αυτό των δικών τους στη γενική αβεβαιότητα.

Chacas, Δημαρχείο

Και παρ’ όλα αυτά είναι εκεί, εμβολιάζοντας παιδιά και φτιάχνοντας φράγματα για ένα ποτάμι, σηκώνοντας σπίτια για φτωχά μέλη της κοινότητας στο Σαν Λουίς, σχεδιάζοντας έπιπλα, βιτρώ, αγάλματα και μωσαϊκά που θα πάνε στο Σαν Ντιέγκο ή στην Καλαβρία, δίνοντας να φάνε ή θεραπεύοντας αρρώστους σε τελικό στάδιο στο άσυλο της Σάντα Τερεσίτα του Πομαγιουκάι, κατασκευάζοντας έναν νέο ηλεκτρικό σταθμό, μαγειρεύοντας τα επτακόσια καθημερινά γεύματα που μοιράζονται δωρεάν και εκπαιδεύοντας τεχνικούς, χειροτέχνες, δασκάλους, αγρότες, που εξασφαλίζουν το μέλλον των νέων της περιοχής. Ένας απ’ αυτούς τους εθελοντές νέους λεγόταν Τζούλιο Ρόκα, και εργαζόταν στο Χάνγκος, όπου τον δολοφόνησε ένοπλη ομάδα του Φωτεινού Μονοπατιού [1] αφού του εξήγησε προηγουμένως ότι αυτό που έκανε ήταν μη ανεκτό εμπόδιο για τη μαοϊκή επανάσταση. Χρόνια μετά, ένα άλλο μέλος του προγράμματος, ο πατήρ Ντανιέλε Μπαντιάλι, δολοφονήθηκε επίσης επειδή αρνήθηκε να δώσει τα λύτρα που του ζητούσε μια συμμορία ληστών.

Επί του παρόντος υπάρχουν γύρω στους 50 εθελοντές στην Τσάκας και 350 σε όλη την περιοχή. Ζουν ταπεινά, κοινοβιακά οι ελεύθεροι και σε σπίτια τα ζευγάρια με παιδιά, αναμιγμένοι με τους φτωχούς και, επαναλαμβάνω, δεν κερδίζουν κανένα μισθό. Τα έργα που κατασκευάζουν, μόλις τελειώσουν, τα παραδίδουν στο κράτος και στους ίδιους τους επικαρπωτές τους· σύμφωνα με τη φιλοσοφία του πατέρα Ούγκο, το πρόγραμμα Μάτο Γκρόσο δεν έχει δικά του περιουσιακά στοιχεία· όλα όσα δημιουργεί, τα διαχειρίζεται μόνο προσωρινά και προς όφελος όσων έχουν ανάγκη, σ’ αυτούς τα παραδίδει μόλις είναι λειτουργικά. Η χρηματοδότηση των έργων προέρχεται, εκτός από τις εξαγωγές επίπλων, από προσφορές ιδρυμάτων, εταιριών και ιδιωτών από πολλά μέρη του κόσμου, αλλά κυρίως από την Ιταλία.
  
Ο Mario Vargas Llosa στην Chacas
Οι εθελοντές έρχονται για έξι μήνες, ένα, δύο, τρία ή δέκα χρόνια, και πολλοί μένουν ή επιστρέφουν· φέρνουν τα παιδιά τους ή τα γεννάνε εκεί, σ’ αυτή την υπερσύγχρονη κλινική όπου οι νοσηλευόμενοι πληρώνουν μόνο αυτό που μπορούν ή νοσηλεύονται δωρεάν αν δεν μπορούν. Είναι διασκεδαστικό να βλέπεις αυτό το πλήθος από αγόρια και κορίτσια με ανοιχτόχρωμα μάτια και ξανθά μαλλιά, στη λειτουργία της Κυριακής, ανάμικτα με αγόρια και κορίτσια του τόπου, να τραγουδούν στα κέτσουα [2], στα ιταλικά, στα ισπανικά και ακόμα και στα λατινικά. Ρώτησα πολλούς απ΄ αυτούς τους εθελοντές αν δεν τους προβλημάτιζε μερικές φορές να σκεφτούν το μέλλον, το δικό τους και των παιδιών τους, ένα μέλλον για το οποίο δεν είχαν πάρει την παραμικρή προφύλαξη, ούτε είχαν αποταμιεύσει ένα σεντ. Γιατί μόνο στην Τσάκας οι φτωχοί έχουν εξασφαλισμένο ένα πιάτο φαγητό, ένα κρεβάτι να κοιμηθούν και ένα γιατρό που να τους φροντίσει σε περίπτωση ασθένειας. Στον υπόλοιπο κόσμο, όπου βασιλεύουν οι αξίες που ο πατήρ Ούγκο αποκαλεί διαβολικές, οι φτωχοί πεθαίνουν από την πείνα και ο κόσμος κοιτάει από την άλλη πλευρά. Μαζεύουν τους ώμους, κάνουν αστεία, πάντα θα υπάρχει ένας φίλος κάπου που να τους δώσει χείρα βοηθείας, η Παναγία θα φροντίσει. Η πίστη και η χαρά είναι σαν τον καθαρό αέρα που αναπνέει κανείς στην Τσάκας.

Είμαι πεπεισμένος ότι, παρά το αξιοσημείωτο ηθικό μεγαλείο του πατέρα Ούγκο και των μαθητών του και τη φανταστική δουλειά που πραγματοποιούν στις τέσσερις χώρες όπου έχουν αποστολές – Περού, Βολιβία, Εκουαδόρ και Βραζιλία – δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θα καταπολεμηθεί η φτώχεια στον κόσμο. Και δεν το πιστεύω επειδή ο σκεπτικισμός μου μού λέει ότι δεν υπάρχουν, στον απέραντο πλανήτη, αρκετές δόσεις ιδεαλισμού, ανιδιοτέλειας και φιλανθρωπίας για να πραγματοποιηθούν αλλαγές όπως αυτές εδώ. Αλλά πόσο εμψυχωτικό είναι να ζήσεις, έστω και για λίγες μέρες, την εμπειρία του Τσάκας και να ανακαλύψεις ότι ακόμα υπάρχουν σ ’αυτό τον εγωιστικό κόσμο άνδρες και γυναίκες αφιερωμένοι για να βοηθούν τους υπόλοιπους, για να κάνουν αυτό που λέμε το καλό, και που βρίσκουν σ’ αυτή την προσφορά και αυτή τη θυσία τη δικαίωση της ύπαρξής τους. Αχ, αν ήταν τόσοι «ξεροκέφαλοι» στον κόσμο όπως στην Τσάκας, αγαπητέ και θαυμαστέ πατέρα Ούγκο!

Σημειώσεις
[1] Φωτεινό Μονοπάτι (Sendero Luminoso): Ένοπλη οργάνωση μαοϊκής ιδεολογίας με έντονη δράση στο Περού – κυρίως στις περιοχές των Άνδεων – κατά τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80. Μετά τη σύλληψη του ιδρυτή της Αμπιμαέλ Γκουσμάν και των σημαντικότερων ηγετικών στελεχών της το 1992, η οργάνωση υποβαθμίστηκε αλλά δεν εξαφανίστηκε τελείως. Συνεχίζει να έχει κάποια δράση στην περιοχή της Αμαζονίας.
[2] Ιθαγενής γλώσσα των ινδιάνων της περιοχής των Άνδεων. Είναι μητρική γλώσσα για περίπου 4 εκατομμύρια στο Περού και γύρω στα 9 εκατομμύρια συνολικά στη Νότια Αμερική.

Πηγές φωτογραφιών: marioelescribidor.blogspot.com, Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε...