Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Ο φίλος μου ο Φιντέλ

Του Frei Betto (1)

Έχω χάσει ένα μεγάλο φίλο. Η τελευταία μας συνάντηση ήταν στις 13 Αυγούστου, όταν συμπλήρωσε τα 90 χρόνια. Με δέχτηκε στο σπίτι του, στην Αβάνα, και το απόγευμα πήγαμε στο θέατρο Καρλ Μαρξ, όπου τιμήθηκε με μια μουσική εκδήλωση. Παρόλο που είχε τον οργανισμό του εξασθενημένο, περπάτησε χωρίς βοήθεια από την είσοδο του θεάτρου μέχρι τη θέση του.

Με τον Φιντέλ φεύγει ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός ηγέτης του 20ου αιώνα, και ο μοναδικός που πέτυχε να επιβιώσει περισσότερα από 50 χρόνια το έργο του: η Κουβανική Επανάσταση. Χάρη σ’ αυτήν το μικρό νησί έπαψε να είναι ο οίκος ανοχής της Καραϊβικής, υπό την εκμετάλλευση της μαφίας, για να γίνει ένα έθνος αξιοσέβαστο, κυρίαρχο και αλληλέγγυο, το οποίο διατηρεί επαγγελματίες της υγείας και της εκπαίδευσης σε περισσότερες από εκατό χώρες, μεταξύ αυτών και της Βραζιλίας.

Γνώρισα τον Φιντέλ το 1980, στη Μανάγκουα. Αυτό που τραβούσε την προσοχή εκ πρώτης όψεως ήταν η μεγαλοπρέπειά του. Φαινόταν μεγαλύτερος απ’ όσο ήταν, και η στρατιωτική στολή τον επένδυε με έναν συμβολισμό που εξέπεμπε εξουσία και αποφασιστικότητα. Έδινε την εντύπωση ότι οποιαδήποτε θέση θα ήταν υπερβολικά στενή για την κορμάρα του. Όταν έμπαινε σε ένα χώρο ήταν λες και όλος ο χώρος ήταν κατειλημμένος από την αύρα του. Όλοι περίμεναν ότι αυτός θα έπαιρνε την πρωτοβουλία, θα διάλεγε το θέμα της συζήτησης, θα έκανε μια πρόταση ή θα έριχνε μια ιδέα, ενώ αυτός επέμενε στην ψευδαίσθηση ότι η παρουσία του ήταν μια ακόμα και να τον αντιμετώπιζαν χωρίς τελετές και ρεβεράντζες. Όπως στο τραγούδι του Κόουλ Πόρτερ, αυτός έπρεπε να ερωτηθεί αν τυχόν δεν ήταν περισσότερο ευτυχισμένος ως ένας απλός άνθρωπος του αγρού, χωρίς τη φήμη με την οποία ήταν επενδυμένος. Σε κάποια περίσταση ο κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του οποίου ήταν μεγάλος φίλος, τον ρώτησε αν αισθανόταν την έλλειψη από κάτι και ο Φιντέλ απάντησε: «Η εξουσία να με αφήσει ήσυχο, ανώνυμο, σε μια γωνία».

Άλλη λεπτομέρεια που εκπλήσσει στον Φιντέλ είναι η χροιά της φωνής του. Ο οξύς τόνος της έκανε αντίθεση με τη σωματική ευρωστία του. Μερικές φορές μιλούσε τόσο απαλά που οι συνομιλητές του έπρεπε να του δώσουν πολλή προσοχή. Και όταν μιλούσε δεν του άρεσε να τον διακόπτουν. Αλλά δε μονοπωλούσε το λόγο. Ποτέ δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να μου άρεσε τόσο να συζητώ μαζί του. Με την προϋπόθεση να μην ήταν συναντήσεις πρωτοκόλλου, στις οποίες τα διπλωματικά ψέματα ηχούν σαν απόλυτες αλήθειες. Ο Φιντέλ δεν ήξερε να δεχτεί ένα άτομο για μόνο δέκα ή είκοσι λεπτά.

Μετά από πρόσκληση των επισκόπων της χώρας του και του ίδιου του Φιντέλ, μεσολάβησα στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας στην Κούβα, που διευκολύνθηκε από τη συνέντευξη που περιέχεται στο βιβλίο «Ο Φιντέλ και η θρησκεία», στο οποίο ο κομμουνιστής ηγέτης εκτιμά θετικά το θρησκευτικό φαινόμενο.  

Δεν θα ήξερα να πω πόσες ιδιωτικές συζητήσεις είχα με το Φιντέλ. Κάτι περίεργο είναι ότι αυτός ο άνδρας, ικανός να διασκεδάσει ένα πλήθος για τρεις ή τέσσερις ώρες, σιχαινόταν, όπως κι εγώ, να μιλά από το τηλέφωνο. Τις λίγες φορές που τον βρήκα στη συσκευή ήταν πολύ φειδωλός.

Τα συχνά ταξίδια μου στην Αβάνα έκαναν πιο στενούς τους δεσμούς της φιλίας μας. Στην εισαγωγή που γενναιόδωρα έγραψε για την βιογραφία μου, που βγαίνει αυτή τη βδομάδα από τις εκδόσεις Civilización Brasileña, ο Φιντέλ υπογραμμίζει ότι υπερασπίζομαι την Κούβα «χωρίς να παύω να υποστηρίζω απόψεις αντίθετες ή διαφορετικές από τις δικές μας». Κατά τη δεκαετία του 1980, όταν εξέφρασα κριτική στην Επανάσταση, ο κομαντάντε απάντησε: «Είναι δικαίωμά σου. Κάτι περισσότερο: Είναι καθήκον σου».

Όλες τις φορές που τον επισκεπτόμουν στο σπίτι του, αφού άφησε την κυβέρνηση, του έφερνα πικρές σοκολάτες, τις αγαπημένες του, κάστανα και βιβλία στα ισπανικά περί κοσμολογίας και αστροφυσικής. Συζητούσαμε γύρω από την παγκόσμια πολιτική συγκυρία, τον θαυμασμό του για τον πάπα Φραγκίσκο και, ιδιαίτερα, για την κοσμολογία. Του διηγήθηκα ότι όταν επισκέφτηκα τον Όσκαρ Νιμέγιερ, λίγο πριν το θάνατο του βραζιλιάνου αρχιτέκτονα, ήδη εκατονταετή, μου είπε αυτό, αστειευόμενος, ότι κάθε εβδομάδα συγκέντρωνε στο γραφείο του μια ομάδα φίλων για να του κάνουν μάθημα κοσμολογίας. Το γεγονός ότι δύο διαπρεπείς κομμουνιστές ενδιαφέρονται τόσο για το θέμα, σχολίασα με το Φιντέλ, με έκανε να θυμηθώ μια σκηνή από την ταινία «Η θεωρία των πάντων", στην οποία ο πρωταγωνιστής που υποδύεται τον διάσημο άγγλο φυσικό Στίβεν Χόκινγκ, τότε ακόμα φοιτητή στο Κέμπριτζ, ρωτάει μια κοπέλα με την οποία ξεκινά ένα ειδύλλιο: «Τι σπουδάζετε εσείς; Ιστορία, απαντά αυτή. Αυτός της λέει: Εγώ σπουδάζω κοσμολογία. Τι είναι αυτό;, ρωτάει αυτή. Και αυτός απαντά: Μια θρησκεία για έξυπνους άθεους».

Πιστεύω προσωπικά ότι ο Φιντέλ, εσωτερικός μαθητής σε εκκλησιαστικά σχολεία για δέκα χρόνια, εγκατέλειψε την χριστιανική πίστη όταν ασπάστηκε τον μαρξισμό. Εδώ και μερικά χρόνια μου έχει μείνει η καθαρή εντύπωση ότι έγινε αγνωστικός. Πολλές φορές μου ζήτησε, όταν αποχαιρετιόμασταν: «Προσευχήσου για μας». Έχω τη βεβαιότητα ότι ο Φιντέλ έζησε μέχρι το τέλος ευτυχισμένα με τη συνοχή της ζωής του.       

Πηγή: Cubadebate.cu 

(1) Το πιο πάνω κείμενο γράφηκε λίγο μετά το θάνατο του Φιντέλ, στις 25 Νοέμβρη 2016. Η φωτό είναι αρχείου από παλιότερη επίσκεψη του Μπέτο στην Αβάνα.

O Frei Betto (1944) είναι Βραζιλιάνος συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής και θεολόγος, εκπρόσωπος της λεγόμενης Θεολογίας της Απελευθέρωσης, ενός κοινωνικοθεολογικού ρεύματος κοντά στον απλό λαό και φιλικό προς την αριστερά στη Λατινική Αμερική από τη δεκαετία του '60. Φυλακίστηκε 4 χρόνια κατά τη διάρκεια της δικατορίας στη Βραζιλία. Ταξίδεψε στην Κούβα και πήρε πολλές συνεντεύξεις από τον Φιντέλ Κάστρο, καρπός των οποίων ήταν το βιβλίο "Φιντέλ και θρησκεία". Συνεργάστηκε με την κυβέρνηση του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε...