Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Μουσείο βιβλίων σε μικρογραφία στο Αζερμπαϊτζάν εκθέτει έργα του Φιντέλ



Το Μουσείο Βιβλίων σε Μικρογραφία στο Μπακού, την πωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, αφιερώνει την εξαμηνιαία του έκθεση στον ιστορικό ηγέτη της Κουβανικής Επανάστασης, Φιντέλ Κάστρο Ρους.

Το πολιτιστικό ίδρυμα, μοναδικό στο είδος του στον κόσμο, ξεχωρίζει στην κεντρική προθήκη του αντίτυπα της βιογραφίας του Φιντέλ και του έργου του «Η ιστορία θα με δικαιώσει», στο οποίο παρουσιάζει το πρόγραμμα της επαναστατικής του ανάπτυξης.

Στην εκδήλωση φόρου τιμής, η διευθύντρια του μουσείου, Ζαρίφα Σαλάχοβα, υπογράμμισε την ηγετική ικανότητα του Φιντέλ για τη Λατινική Αμερική και Καραϊβική και την Κούβα, και την αναφορά του για τους επαναστάτες του κόσμου.

Η Σαλάχοβα πρόσθεσε επίσης ότι το μουσείο αποδίδει τιμές στην 58η επέτειο του θριάμβου της Κουβανικής Επανάστασης, «γεγονός που άλλαξε την τύχη του νησιού της Καραϊβικής».

Ο πρέσβης της Κούβας στο Αζερμπαϊτζάν, Αλφρέδο Νιέβες Πορτουόντο, τόνισε ότι ο Πρώτος Κομαντάντε θα είναι αείμνηστος σ’ αυτή τη χώρα για την επαναστατική κληρονομιά του και την αλληλεγγύη του με τους λαούς του κόσμου.

Ο Νιέβες Πορτουόντο ευχαρίστησε για τη χειρονομία του πολιτιστικού ιδρύματος να εκθειάσει τη μορφή του Φιντέλ Κάστρο και τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας του κουβανικού λαού.

Το μουσείο, τοποθετημένο στο ιστορικό κέντρο του Μπακού και που επισκέπτονται εκατοντάδες τουρίστες, διαθέτει περισσότερο απ΄6.500 βιβλία από 70 χώρες.



Πηγή: Cubadebate

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Το Εθνικό Βραβείο Κοινωνικών Επιστημών της Κούβας στον Εουσέμπιο Λεάλ


Eusebio Leal Spengler
Το Εθνικό Βραβείο Κοινωνικών Επιστημών αυτού του έτους παραχωρήθηκε στον δρ. Εουσέμπιο Λεάλ Σπένγκλερ, Ιστορικό της Πόλης της Αβάνας.

Μια κριτική επιτροπή υπό την προεδρία της Άνα Αντρέα Κάιρο Μπαγεστέρ και αποτελούμενη ακόμα από τους Αϊσνάρα Παρέρα Ντίας, Χουάν Χεσούς Γκουάντσε Πέρες, Μαρία Ισαμπέλ Ντομίνγκες Γκαρσία και Λίδια Τέρνερ Μαρτί, παρέδωσαν το βραβείο στον Εουσέμπιο Λεάλ για την «αντίληψη των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών με έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, στον οποίο αρθρώνονται οι κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές επιπτώσεις και η συνεισφορά τους στον ανθρώπινο μετασχηματισμό και την θεμελίωση της εθνικής ταυτότητας».

Η επιτροπή ομοίως έλαβε υπόψη τη σχολαστική εργασία του Ιστορικού «στη διατήρηση και κοινωνική αναζωογόνηση της Αβάνας ως πόλης, μαζί με τον πολλαπλασιασμό της στις υπόλοιπες πόλεις της χώρας», καθώς και το «παιδαγωγικό έργο, όχι μόνο μέσω μιας ευρείας διδασκαλίας, αλλά και για τη διάδοσή του μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και τις προσωπικές ανταλλαγές».

Ο Εουσέμπιο Λεάλ (Αβάνα, 1942) έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη διάσωση των πατρογονικών αξιών της Αβάνας, στην επισκευή των αρχιτεκτονικών προπύργιων της πόλης και στην πραγματοποίηση μιας εργασίας αξιοσημείωτου αντίκτυπου υπέρ της διατήρησης και στήριξης της εθνικής ταυτότητας στις πιο ριζικές της εκφράσεις, ένα έργο που έχει εντυπωθεί στους κατοίκους διαφόρων περιοχών της κουβανικής πρωτεύουσας όπως το γνωστό Ιστορικό Κέντρο.

Το ευρύ πνευματικό του έργο περιλαμβάνει επιπλέον αρκετά βιβλία που έχουν εκδοθεί, διαλέξεις σε διάφορες χώρες και πανεπιστήμια του κόσμου και ιδιαίτερα την αποκατάσταση τόσο αρχιτεκτονικά όσο πολιτιστικά πολυάριθμων τοποθεσιών υψηλής αξίας της κουβανικής πρωτεύουσας και άλλων επαρχιών του νησιού.

Πηγή: cubadebate.cu

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Παρουσίαση του βιβλίου «Ναυτική βάση του Γκουαντάναμο: ΗΠΑ εναντίον Κούβας»

Fernando González - Gerardo Hernández (Foto: Anabel Díaz)

Μια ιστορική, πολιτική και νομική ανάλυση, απαραίτητη για την κατανόηση της πολυπλοκότητας μιας διαμάχης περισσότερων από ενενήντα χρόνων, αποτελεί το βιβλίο «Ναυτική βάση του Γκουαντάναμο: Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Κούβας», του εκδοτικού οίκου Ocean Sur, που παρουσιάστηκε την προηγούμενη Παρασκευή στο Διεθνές Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ISRI) στην Αβάνα.

Οι συνεισφορές τεσσάρων κουβανών συγγραφέων, υπεύθυνων για ισάριθμα δοκίμια, στην σύγχρονη αξιολόγηση ενός θέματος νευραλγικού για την κατανόηση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας, συνθέτουν ένα έργο «υποχρεωτικής ανάγνωσης», σύμφωνα με τα λόγια του Χεράρδο Ερνάντες, αντιπροέδρου του ISRI, ο οποίος παρουσίασε το βιβλίο μαζί με τον Φερνάντο Γκονσάλες Γιορτ, αντιπρόεδρο του Κουβανικού Ινστιτούτου Φιλίας των Λαών (ICAP), αμφότεροι ήρωες της Δημοκρατίας της Κούβας.

Το βιβλίο, πρόσθεσε ο Ερνάντες, προσφέρει μια εξήγηση ως προς το γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εξομάλυνση ανάμεσα στις δύο χώρες, ενόσω δεν επιστρέφεται το παράνομα κατεχόμενο έδαφος. Υπογράμμισε επίσης ότι αυτό δεν είναι ένα θέμα που έχει θέση στη δημόσια ατζέντα των ΗΠΑ, γι’ αυτό και κάλεσε να συστρατευτούν στον αγώνα οι φίλοι λαοί με την Κούβα. «Η μεγαλύτερη αξία του έργου είναι να είμαστε ικανοί να το μετατρέψουμε σε εργαλείο αγώνα».

Ο ερευνητής Ερνέστο Λίμια, συγγραφέας ενός εκ των δοκιμίων, υπέδειξε ότι η μεγαλύτερη δύναμη του κειμένου βασίζεται στη νομική ανάλυση, με ευθύνη του Χάρολντ Μπέρτοτ Τριάνα, ο οποίος από την πλευρά του υποστήριξε ότι η κατανόηση ότι η ναυτική βάση είναι καρπός του ιμπεριαλισμού στην πιο βίαιη μορφή του, είναι επίσης κατανόηση της ανάγκης οικοδόμησης μιας από-αποικιακής σκέψης στην ανάλυση του Διεθνούς Δικαίου.

Ο δρ Ελιέρ Ραμίρες Κανιέδο, ο οποίος εμβαθύνει στο βιβλίο σχετικά με το Σύμφωνο Σχέσεων του 1934, εξήγησε ότι η επιστροφή του παράνομα κατεχόμενου εδάφους υπήρχε στην πολιτική βούληση των ανώτατων κουβανών ηγετών, από τις αρχές της Επανάστασης, ακόμα και σε άλλους αγωνιστές προ του 1959, ενώ παρακίνησε σε μια μεγαλύτερη κινητοποίηση της επαναστατικής κοινωνίας πολιτών και μια κατανόηση σε διεθνές επίπεδο γύρω από τον αγώνα για την επιστροφή του.

Τέλος, ο Ρενέ Γκονσάλες Μπάριος, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ιστορίας της Κούβας, αναφέρθηκε στις οικολογικές επιπτώσεις του κόλπου του Γκουαντάναμο, καθώς και στις επιπτώσεις για τις ανθρώπινες ζωές στον οικισμό Καϊμανέρα, όπου έχουν καταγραφεί οι περισσότερες καρκινογόνες ασθένειες, ψυχολογικά τραύματα και γαστρεντερικές παθήσεις στην Κούβα, εξαιτίας της μόλυνσης που προκαλεί η βάση. Όπως τόνισε ο συγγραφέας του τελευταίου δοκιμίου του βιβλίου, ο ναυτικός σταθμός έγινε, από τη δημιουργία του, το κατ’ εξοχήν εργαστήριο των στρατιωτικών επιθέσεων των ΗΠΑ στην περιοχή.

Πηγή: Granma

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Φιντέλ: Δεν σκεφτήκαμε να εγκαταλείψουμε τη Σιέρα Μαέστρα ούτε όταν έμεινα με τρεις άνδρες και δύο τουφέκια!

Ο Αντάρτικος Στρατός δε θα εγκαταλείψει ποτέ τις θέσεις του στη Σιέρα Μαέστρα εκτός κι αν είναι για να προχωρήσει επί της εθνικής επικράτειας. Ο θάνατος ή η νίκη είναι η μοναδική εναλλακτική που αποδεχόμαστε. Χωρίς ελευθερία και χωρίς πατρίδα κανείς από μας δε θέλει τη ζωή. Η ιδέα να εγκαταλείψουμε τη Σιέρα Μαέστρα δεν μας έβαλε σε πειρασμό ούτε καν όταν έμεινα με τρεις άνδρες και δύο τουφέκια. Με αυτό το πνεύμα έχει σφυρηλατηθεί η συνείδηση των μαχητών μας. Έχουμε μάθει να πολεμούμε ενάντια στο αδύνατο. Εδώ θα πέσουν ένδοξα αν είναι απαραίτητο από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο αντάρτη. Η πατρίδα δεν εγκαταλείπεται για να σωθεί η ζωή. Ένα παράδειγμα αξίζει πάντα περισσότερο από έναν άνθρωπο. 

Το παραπάνω είναι αποσπάσμα από συνέντευξη του Φιντέλ σε βενεζουελάνους δημοσιογράφους, στις αρχές Ιούλη του 1958, όταν διεξαγόταν στη Σιέρα Μαέστρα η πιο κρίσιμη φάση του αγώνα των ανταρτών κατά του στρατού της τυραννίας του Μπατίστα. Ή όπως το είπε με δικά του λόγια: "Όταν 300 άνδρες νίκησαν 10.000".

Πηγή: La victoria estratégica (pp362-363), Oficina de Publicaciones de Consejo de Estado, 2010.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Η προφητεία του Φιντέλ



του Ricardo Alarcón de Quesada [1]

Γίνε πιστός μέχρι θανάτου, και θα σου δώσω το στεφάνι της ζωής
(Αποκάλυψη 2,10)

 «Πεθαίνει ο Φιντέλ». Με τρεις λέξεις κάλυπταν τα πρωτοσέλιδά τους οι εφημερίδες του Μπατίστα αναφέροντας την επίθεση στο στρατώνα Μονκάδα στις 26 Ιουλίου του 1953. Η είδηση, προφανώς πλαστή, ξεγύμνωνε, ταυτόχρονα, μια καθαρή απειλή. Όλοι σχεδόν οι επιτιθέμενοι που αιχμαλωτίστηκαν μετά τη μάχη δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ και σ’ αυτόν επιφυλασσόταν η ίδια τύχη που χάλασε μόνο από την γενναία διαγωγή ενός έντιμου αξιωματικού που προειδοποίησε τους στρατιώτες του: «Οι ιδέες δεν σκοτώνονται».

«Πεθαίνει ο Φιντέλ». Η φράση κατέλαβε εκ νέου τους μεγάλους τίτλους το Δεκέμβριο του 1956. Μόνο που τώρα δεν την έκρυβε η ανωνυμία αλλά ήταν καρπός μια επικοινωνιακής επιχείρησης μεγάλης σημασίας κατασκευασμένης από την United Press International (UPI), τότε ένα από τα βασικά όργανα του ισχυρού μηχανισμού προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού. Για πάρα πολλούς, παντού, που δεν είχαν ακούσει να μιλάνε γι’ αυτόν, επρόκειτο για έναν άγνωστο νέο, τον οποίο μόλις ανακάλυπταν όταν τελείωνε η ζωή του. Η επινοημένη είδηση μετατράπηκε σε αποδεδειγμένη αλήθεια, επαναλαμβανόμενη ασταμάτητα από τα μέσα που εκείνη την εποχή δεν είχαν εναλλακτικά και ήταν απόλυτοι κυρίαρχοι της πληροφόρησης.  

Στην Κούβα, πριν εξήντα χρόνια, η αγωνία και η αβεβαιότητα εισέβαλαν στα σπίτια. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν θλιβερά και πένθιμα. Τελείωσε το έτος, ήρθε ο Ιανουάριος και μεγάλο μέρος του επόμενου μήνα. Λίγο λίγο, με κόπο, μαθαινόταν η αλήθεια ανάμεσα στους παράνομους μαχητές. Ο Φιντέλ και μια χούφτα επιζώντων είχαν πετύχει να χωθούν στην Σιέρα Μαέστρα αντέχοντας πολλές μέρες πείνας, κρύου και βροχών και την καταδίωξη χιλιάδων στρατιωτών, βαριά οπλισμένων, εφοδιασμένων, εκπαιδευμένων και καθοδηγημένων από την ίδια Αυτοκρατορία που διέδιδε πανταχόθεν το ψέμα. Μέχρι το Φλεβάρη του 1957, ο Χέρμπερτ Μάθιους, σπάνιο δείγμα της δημοσιογραφίας των ΗΠΑ, του πήρε συνέντευξη για τους New York Times και αποκάλυψε με φωτογραφίες και λεπτομέρειες το ξέσπασμα της αντάρτικης εστίας. Εκεί στο βουνό ο επαναστατικός πυρήνας άρχιζε να αναπτύσσεται με την ενσωμάτωση των χωρικών και των μαχητών της πεδιάδας.

Έπρεπε να αντιμετωπίσουν επιπλέον την απομόνωση που ήθελε να τους επιβάλει η δικτατορία και στην οποία συντάχθηκαν, σχεδόν ανεξαίρετα, τα κόμματα και οι οργανώσεις μιας αντιπολίτευσης που κατέκριναν τόσο την Μονκάδα όσο και την Γκράνμα ως ανεύθυνες περιπέτειες καταδικασμένες σε αποτυχία. Ήταν αρκετά, ωστόσο, λίγο περισσότερα από δύο χρόνια για να μπει ο Επαναστατικός Στρατός νικηφόρος στην Αβάνα.

Είχε νικήσει όσους ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αυτούς που ήθελαν να τον εξοντώσουν με βόμβες και αυτόματα όπλα και αυτούς που πάσχισαν να τον θάψουν στην δυσπιστία και τη λήθη. Έφτανε νικητής, αήττητος, απέναντι στο θάνατο, το δόγμα και το ψέμα. Αλλά το ήξερε και έτσι προειδοποίησε στην πρώτη ομιλία του στην απελευθερωμένη πρωτεύουσα, ότι από εδώ και πέρα τίποτα δεν θα ήταν εύκολο και θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα ίδια δαιμόνια.

Η ιστορία εκ νέου του έδωσε δίκιο. Για πάνω από μισό αιώνα η Επανάσταση υπό την καθοδήγησή του ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει μια ασταμάτητη επιθετικότητα στην οποία η Αυτοκρατορία βοήθησε όσο μπορούσε. Γνώστρια ότι ο Φιντέλ και ο λαός του ήταν ένα και το αυτό επέβαλε στους κουβανούς μια γενοκτονία που ακόμα διαρκεί, ενώ κατά του ηγέτη της Επανάστασης συνέλαβαν και σχεδίασαν εκατοντάδες απόπειρες. Ο Φιντέλ έπρεπε να αποφύγει περισσότερες απόπειρες δολοφονίας από οποιονδήποτε.

Οι εχθροί του, αυτοί που δεν ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν ποτέ, δεν κουράστηκαν να αναγγέλλουν το θάνατό του και τα μέσα το διέδιδαν, ως γεγονός, κάθε φορά. Τόσο πολύ που ο ίδιος ο Φιντέλ σε κάποια περίσταση, χαμογελώντας, είπε ότι την ημέρα που θα πεθάνει πολλοί δεν θα το πιστέψουν.

Έτσι ήταν και θα είναι. Η προφητεία έγινε πραγματικότητα. Τώρα με τον Μαρτί, μας διαβεβαιώνει:

Ο στίχος μου θα ανθίσει κάτω απ’ το χορτάρι
Κι εγώ επίσης θα ανθίσω.


Πηγή: Cubadebate.cu

[1] Ο Ρικάρδο Αλαρκόν είναι κουβανός πολιτικός, πρώην Υπουργός Εξωτερικών και πρώην πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της Κούβας.