Γίνε πιστός μέχρι θανάτου, και θα σου δώσω το
στεφάνι της ζωής
(Αποκάλυψη
2,10)
«Πεθαίνει ο Φιντέλ». Με τρεις λέξεις
κάλυπταν τα πρωτοσέλιδά τους οι εφημερίδες του Μπατίστα αναφέροντας την επίθεση
στο στρατώνα Μονκάδα στις 26 Ιουλίου του 1953. Η είδηση, προφανώς πλαστή,
ξεγύμνωνε, ταυτόχρονα, μια καθαρή απειλή. Όλοι σχεδόν οι επιτιθέμενοι που
αιχμαλωτίστηκαν μετά τη μάχη δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ και σ’ αυτόν επιφυλασσόταν
η ίδια τύχη που χάλασε μόνο από την γενναία διαγωγή ενός έντιμου αξιωματικού
που προειδοποίησε τους στρατιώτες του: «Οι
ιδέες δεν σκοτώνονται».
«Πεθαίνει ο
Φιντέλ». Η φράση κατέλαβε εκ νέου τους μεγάλους τίτλους το Δεκέμβριο του
1956. Μόνο που τώρα δεν την έκρυβε η ανωνυμία αλλά ήταν καρπός μια επικοινωνιακής
επιχείρησης μεγάλης σημασίας κατασκευασμένης από την United Press International (UPI), τότε ένα από τα βασικά όργανα του
ισχυρού μηχανισμού προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού. Για πάρα πολλούς, παντού, που
δεν είχαν ακούσει να μιλάνε γι’ αυτόν, επρόκειτο για έναν άγνωστο νέο, τον
οποίο μόλις ανακάλυπταν όταν τελείωνε η ζωή του. Η επινοημένη είδηση μετατράπηκε
σε αποδεδειγμένη αλήθεια, επαναλαμβανόμενη ασταμάτητα από τα μέσα που εκείνη
την εποχή δεν είχαν εναλλακτικά και ήταν απόλυτοι κυρίαρχοι της πληροφόρησης.
Στην Κούβα, πριν εξήντα χρόνια, η αγωνία και η
αβεβαιότητα εισέβαλαν στα σπίτια. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν θλιβερά και
πένθιμα. Τελείωσε το έτος, ήρθε ο Ιανουάριος και μεγάλο μέρος του επόμενου
μήνα. Λίγο λίγο, με κόπο, μαθαινόταν η αλήθεια ανάμεσα στους παράνομους
μαχητές. Ο Φιντέλ και μια χούφτα επιζώντων είχαν πετύχει να χωθούν στην Σιέρα
Μαέστρα αντέχοντας πολλές μέρες πείνας, κρύου και βροχών και την καταδίωξη
χιλιάδων στρατιωτών, βαριά οπλισμένων, εφοδιασμένων, εκπαιδευμένων και
καθοδηγημένων από την ίδια Αυτοκρατορία που διέδιδε πανταχόθεν το ψέμα. Μέχρι
το Φλεβάρη του 1957, ο Χέρμπερτ Μάθιους, σπάνιο δείγμα της δημοσιογραφίας των
ΗΠΑ, του πήρε συνέντευξη για τους New York Times και
αποκάλυψε με φωτογραφίες και λεπτομέρειες το ξέσπασμα της αντάρτικης εστίας.
Εκεί στο βουνό ο επαναστατικός πυρήνας άρχιζε να αναπτύσσεται με την ενσωμάτωση
των χωρικών και των μαχητών της πεδιάδας.
Έπρεπε να αντιμετωπίσουν επιπλέον την απομόνωση
που ήθελε να τους επιβάλει η δικτατορία και στην οποία συντάχθηκαν, σχεδόν
ανεξαίρετα, τα κόμματα και οι οργανώσεις μιας αντιπολίτευσης που κατέκριναν
τόσο την Μονκάδα όσο και την Γκράνμα ως ανεύθυνες περιπέτειες καταδικασμένες σε
αποτυχία. Ήταν αρκετά, ωστόσο, λίγο περισσότερα από δύο χρόνια για να μπει ο
Επαναστατικός Στρατός νικηφόρος στην Αβάνα.
Είχε νικήσει όσους ήθελαν να τον σκοτώσουν.
Αυτούς που ήθελαν να τον εξοντώσουν με βόμβες και αυτόματα όπλα και αυτούς που πάσχισαν
να τον θάψουν στην δυσπιστία και τη λήθη. Έφτανε νικητής, αήττητος, απέναντι
στο θάνατο, το δόγμα και το ψέμα. Αλλά το ήξερε και έτσι προειδοποίησε στην
πρώτη ομιλία του στην απελευθερωμένη πρωτεύουσα, ότι από εδώ και πέρα τίποτα
δεν θα ήταν εύκολο και θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα ίδια δαιμόνια.
Η ιστορία εκ νέου του έδωσε δίκιο. Για πάνω από
μισό αιώνα η Επανάσταση υπό την καθοδήγησή του ήταν αναγκασμένη να
αντιμετωπίσει μια ασταμάτητη επιθετικότητα στην οποία η Αυτοκρατορία βοήθησε
όσο μπορούσε. Γνώστρια ότι ο Φιντέλ και ο λαός του ήταν ένα και το αυτό επέβαλε
στους κουβανούς μια γενοκτονία που ακόμα διαρκεί, ενώ κατά του ηγέτη της
Επανάστασης συνέλαβαν και σχεδίασαν εκατοντάδες απόπειρες. Ο Φιντέλ έπρεπε να
αποφύγει περισσότερες απόπειρες δολοφονίας από οποιονδήποτε.
Οι εχθροί του, αυτοί που δεν ήταν ικανοί να τον
σκοτώσουν ποτέ, δεν κουράστηκαν να αναγγέλλουν το θάνατό του και τα μέσα το
διέδιδαν, ως γεγονός, κάθε φορά. Τόσο πολύ που ο ίδιος ο Φιντέλ σε κάποια
περίσταση, χαμογελώντας, είπε ότι την ημέρα που θα πεθάνει πολλοί δεν θα το
πιστέψουν.
Έτσι ήταν και θα είναι. Η προφητεία έγινε
πραγματικότητα. Τώρα με τον Μαρτί, μας διαβεβαιώνει:
Ο στίχος μου
θα ανθίσει κάτω απ’ το χορτάρι
Κι εγώ
επίσης θα ανθίσω.
Πηγή: Cubadebate.cu
[1] Ο Ρικάρδο Αλαρκόν είναι κουβανός πολιτικός, πρώην
Υπουργός Εξωτερικών και πρώην πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της Κούβας.